καραντίνα < ιταλική quarantina (=σαρανταριά) < quaranta (=σαράντα) < λατινική quadraginta (=σαράντα) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kʷetwr̥̄ḱomt < *kʷetwr̥-dḱomt (τέσσερα-δέκα)
1. περιορισμός για κάποιο χρονικό διάστημα και εξέταση όσων ανθρώπων (ή ζώων ή εμπορευμάτων) έρχονταν από περιοχές που είχαν εξαπλωθεί μολυσματικές ασθένειες
2. περιορισμός της επικοινωνίας με κάποιον που έχει προσβληθεί από μολυσματική μεταδοτική ασθένεια
3. (μεταφορικά) κοινωνικός περιορισμός, αποφυγή ή απομόνωση κάποιου