...΄Υστερα τρέχαμε και παλεύοντας κυλιόμασταν στην καυτή άμμο, ανοίγαμε μεγάλους λάκκους βάζοντας μέχρι την μέση αγκάθια, τους σκεπάζαμε με ένα κομμάτι από πλαστική σακούλα, και από πάνω με άμμο. Κάναμε χάζι τους μεγάλους που βούλιαζαν μέσα σε κείνες τις παιδικές παγίδες.Τα απογεύματα ψαρεύαμε στα βράχια ή ξεφλουδίζαμε ο ένας τον άλλο...
'Αφησα την εφημερίδα πάνω στο τραπέζι, δεν είχε νόημα δεν έβλεπα να διαβάσω.
Περίεργη ασθένεια τής μέσης ηλικίας η πρεσβυωπία, σε βρίσκει τότε ακριβώς που χρειάζεται να βλέπεις καλύτερα τα κοντινά παρά τα μακρινά. Κρατώντας την καρέκλα μου στο ένα χέρι στο άλλο ένα ποτήρι ούζο, διέσχισα την παραλία και την κάρφωσα εκεί που σκάει το κύμα.Το νερό εισέβαλε μέσα στα παπούτσια παγώνοντας τα πόδια μου.Την κοίταζα. Eπτά χρονών είχα φάει ξύλο για να βγω από τη θάλασσα και να παρατήσω το παιχνίδι. Τα χείλη μου είχανε μελανιάσει, το ίδιο και τα ακροδάχτυλά μου αλλά επέμενα να σπάσω το ρεκόρ μου κάτω από το νερό.
΄Υστερα τρέχαμε και παλεύοντας κυλιόμασταν στην καυτή άμμο, ανοίγαμε μεγάλους λάκκους βάζοντας μέχρι την μέση αγκάθια, τους σκεπάζαμε με ένα κομμάτι από πλαστική σακούλα, και από πάνω με άμμο.
Κάναμε χάζι τους μεγάλους που βούλιαζαν μέσα σε κείνες τις παιδικές παγίδες.Τα απογεύματα ψαρεύαμε στα βράχια ή ξεφλουδίζαμε ο ένας τον άλλο αποτελειώνοντας το έργο του ήλιου.ʼλλες πάλι φορές πέρναμε σβάρνα τις ρούγες σπέρνοντας τον πανικό με τα ξεφωνητά και τις τρεχάλες στις θείες που μας τρατάρανε, ευχαρίστως, υποβρύχιο ή λουκούμι αρκεί να καθόμασταν ήσυχοι.Μία φορά είχαν βγάλει οι ψαράδες ένα μεγάλο ψάρι, το είπανε σκύλο, είχε μακριά μυτερά δόντια σαν τα δάχτυλα μου, ένα στρογγυλό σκοτεινό μάτι, ετοιμοθάνατο κουνούσε πού και πού την ουρά του. Το συμπάθησα πολύ αργότερα, όταν κατάλαβα τον μεγάλο του τρόμο να βρίσκεται έξω από το νερό.
Αυτά τα λίγα θυμάμαι από εκείνα τα καλοκαίρια. Είναι τόσο μακρινά που μοιάζουν με εξωτικά.