Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τής σημερινής lifestyle κοινωνίας: Το φαίνεσθαι και το κενολογείν. Με απλούστερα λόγια η «μούρη» και η «μπαρούφα». Και με μία μόνο λέξη το «τζέρτζελο». Η τέχνη όμως έγινε και αυτή σιγά-σιγά μέρος τού lifestyle, λίγο γιατί αυτό αναζητούσε την επίφαση τίτλων ευγενείας και λίγο γιατί εκείνη (όπως συμβαίνει από χρόνια) ερωτοτροπεί με τα σαλόνια και, εννοείται βέβαια, με ό,τι σαλόνια διαθέτει η κάθε εποχή.
Το «τζέρτζελο»
Δύο είναι τα κύρια χαρακτηριστικά τής σημερινής lifestyle κοινωνίας: Το φαίνεσθαι και το κενολογείν. Με απλούστερα λόγια η «μούρη» και η «μπαρούφα». Και με μία μόνο λέξη το «τζέρτζελο». Η τέχνη όμως έγινε και αυτή σιγά-σιγά μέρος τού lifestyle, λίγο γιατί αυτό αναζητούσε την επίφαση τίτλων ευγενείας και λίγο γιατί εκείνη (όπως συμβαίνει από χρόνια) ερωτοτροπεί με τα σαλόνια και, εννοείται βέβαια, με ό,τι σαλόνια διαθέτει η κάθε εποχή. ʼλλες τέχνες βέβαια προσφέρονται περισσότερο για το παραπάνω πάντρεμα και άλλες λιγότερο. Η ποίηση, λόγου χάριν, δεν τα καταφέρνει τόσο καλά όσο η ζωγραφική, και το θέατρο λιγότερο καλά από τον κινηματογράφο.
Για να κάνω όμως εναργέστερη την εικόνα θα φέρω δύο παραδείγματα αντλημένα από προσωπικές μου εμπειρίες από τη δεκαετία τού '80, όταν ακόμα το εν λόγω φαινόμενο δεν είχε πάρει τις σημερινές του διαστάσεις. Κάποτε ο Χατζιδάκις κάλεσε στο περιοδικό «Τέταρτο», τού οποίου ήταν διευθυντής, πέντε ή έξι φωτογράφους (μεταξύ αυτών και εμένα) για ένα στρογγυλό τραπέζι. Η συζήτηση δημοσιεύτηκε στο επόμενο τεύχος, με τη διαφορά όμως ότι κατά την απομαγνητοφώνηση μπέρδεψαν τις φωνές των ομιλητών και έτσι τα δικά μου λόγια μπήκαν κάτω από το όνομα κάποιου άλλου και τούμπαλιν. Δεχόμενος τα συγχαρητήρια μιας γνωστής κυρίας των τεχνών, τόλμησα να εκφράσω την απογοήτευσή μου, αφού, όπως τής είπα, φάνηκε να έχω πει πράγματα που δεν είπα. «Δεν πειράζει», μου αντέταξε, «αρκεί ότι ήσουν εκεί». Ένα- δυο χρόνια μετά γνωστός φωτογράφος ρωτούσε τη γνώμη μου για μια σειρά εκθέσεων στο πλαίσιο ενός φωτογραφικού φεστιβάλ. Όταν εξέφρασα τη δυσαρέσκειά μου για το γενικώς χαμηλό επίπεδο, έλαβα την αποστομωτική απάντηση: «Μα αρκεί ότι γίνεται τζερτζελές».
Η στάση αυτή έχει οδηγήσει αφενός σε μια απελπιστικά σοβαροφανή κενολογία και αφετέρου σε μια βασανιστικά πολυπράγμονα πολυλογία. Παράλληλα όμως έχει αποκλείσει κάθε είδους σοβαρή κριτική. Η επιτυχία των πάσης φύσεως καλλιτεχνικών εκδηλώσεων κρίνεται από την προσέλευση τού κόσμου και τον αριθμό των δημοσιευμάτων και, ακόμα καλύτερα, των τηλεοπτικών σποτ, τα οποία σχεδόν ποτέ και πουθενά δεν αναφέρονται στην ουσία και την ποιότητα των εκδηλώσεων. Η ύψιστη μάλιστα καθιέρωση είναι να απασχολήσει η εκδήλωση και τις κοσμικές στήλες, οι οποίες σε πολλά έντυπα ευρείας κυκλοφορίας επιτελούν τον ρόλο τού πολιτιστικού ρεπορτάζ.
Ένα αποτελεσματικό δελτίο τύπου οφείλει να περιλαμβάνει ένα μικρό και οπωσδήποτε ασαφές, σοβαροφανές, βαρύγδουπο και παντελώς κούφιο συνοδευτικό κείμενο (αδύνατον φυσικά να το χαρακτηρίσει κανείς επεξηγηματικό), τόσο μικρό ώστε να μπει ολόκληρο, τόσο ασαφές ώστε να μην τολμήσει κανείς να το αποδώσει με άλλα λόγια και τόσο σοβαροφανές ώστε να προκαλέσει συμπλεγματικό πανικό σε οποιονδήποτε αποπειραθεί να το ερμηνεύσει. Η κριτική θεωρείται politically non correct, ή, απλούστερα, κοινωνική απρέπεια, και όταν κάποτε ένας εκ των ελάχιστων σοβαρών κριτικών αποτολμήσει μια εμπεριστατωμένη κριτική προσέγγιση, ο χρόνος που θα έχει μεσολαβήσει θα έχει εξασφαλίσει την εδραίωση τής επιτυχίας και την παράλληλη ανία των πιθανών αναγνωστών.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι οι καλλιτέχνες, οι κριτικοί, οι επιμελητές, οι γκαλερίστες, οι διευθυντές μουσείων, οι δημοσιογράφοι και όλοι οι με οποιονδήποτε τρόπο εμπλεκόμενοι δεν είναι ικανοί, απλώς τους είναι πλέον αδύνατον να απεμπλακούν από τον φαύλο κύκλο. Το τζέρτζελο αποδεικνύεται για την ώρα ισχυρότερο. Μόνο που όπως όλα τα κακά θα έχει και αυτό μια ημερομηνία λήξεως.
Πλάτων Ριβέλλης