Ο Buster Keaton (Μπάστερ Κήτον) γεννήθηκε στο Kansas στις 4 Οκτωβρίου τού 1895 και πέθανε στο Los Angeles την 1η Φεβρουαρίου τού 1966. Οι γονείς του δούλευαν σαν κωμικοί ηθοποιοί και γελωτοποιοί. Από τριών ετών τους συνόδευε πάνω στη σκηνή παίρνοντας μέρος σ αυτό που ονομαζόταν «vaudeville theatre». Το πραγματικό του όνομα ήταν Joseph Francis Keaton. Το παρατσούκλι Buster τού το έδωσε σε ηλικία έξι μηνών ο «μάγος» Houdini, φίλος των γονιών του και νονός του.
Ο Buster Keaton (Μπάστερ Κήτον) γεννήθηκε στο Kansas στις 4 Οκτωβρίου τού 1895 και πέθανε στο Los Angeles την 1η Φεβρουαρίου τού 1966. Οι γονείς του δούλευαν σαν κωμικοί ηθοποιοί και γελωτοποιοί. Από τριών ετών τους συνόδευε πάνω στη σκηνή παίρνοντας μέρος σ’ αυτό που ονομαζόταν «vaudeville theatre». Το πραγματικό του όνομα ήταν Joseph Francis Keaton. Το παρατσούκλι Buster τού το έδωσε σε ηλικία έξι μηνών ο «μάγος» Houdini, φίλος των γονιών του και νονός του, όταν τον είδε μια μέρα να κατρακυλά από μια σκάλα χωρίς να πάθει το παραμικρό και τον αποκάλεσε με θαυμασμό buster («θηρίο»).
Ο Keaton ξεκίνησε σαν συνεργάτης και βοηθός ενός μπουρλέσκου κωμικού, τού Roscoe «Fatty» Arbuckle. Μόλις όμως ο Arbuckle πέρασε στην Paramount ο παραγωγός του (και γυναικάδελφος τού Keaton) Joseph Schenck (αναφέρεται σε όλες τις ταινίες τού Buster Keaton ως παραγωγός) ιδρύει την εταιρεία Buster Keaton Comedies. Μέσα σε λίγα χρόνια ο Buster Keaton γίνεται πολύ γνωστός και γυρίζει πολλές ταινίες μικρού και αργότερα μεγάλου μήκους στα δικά του στούντιο. Οι ταινίες του, αν και πολυέξοδες για την εποχή τους (ο «Στρατηγός» υπήρξε η πιο ακριβή ταινία τού βωβού), τού άφησαν πολλά χρήματα και για λίγο διάστημα, αυτός με την πρώτη του γυναίκα Natalie Talmadge και τα δυο τους αγοράκια, έζησαν πλούσια ζωή σε μια μεγάλη βίλα τού Hollywood.
Η χρυσή εποχή του, η εποχή στην οποία δημιούργησε τα έργα που επρόκειτο να σημαδέψουν την ιστορία τού κινηματογράφου, κράτησε μόλις οκτώ με εννιά χρόνια, και μάλιστα όταν ήταν πολύ νέος, από 25 μέχρι 33 ετών. Η καταστροφή ήρθε, όπως συνήθως συμβαίνει, απότομα και συμπαρέσυρε και την οικογενειακή του ευτυχία. Με την υπόδειξη τού Joseph Schenck, εγκατέλειψε το δικό του στούντιο και δέθηκε με συμβόλαιο με τον κολοσσό MGM. Η απόφαση αυτή ήταν μοιραία, γιατί έτσι έχασε την ελευθερία του και, μαζί με αυτή, τη δημιουργικότητά του. Τελικά οι καβγάδες του με τον Louis Meyer (τής Metro Goldwyn Meyer) στάθηκαν η αιτία να βρεθεί χωρίς δουλειά. Η MGM ουδέποτε κατάλαβε την αξία του και το είδος τού κωμικού του ύφους. Προσπάθησαν να τον παρουσιάσουν σαν τον λυπημένο και άτυχο κλόουν. Κάτι που ουδέποτε υπήρξε, ούτε τού ταίριαζε. Τον έβαλαν να παίξει πλάι σε ανερχόμενους κωμικούς, όπως τον Jimmy Durante, και να κάνει ένα είδος κωμωδίας σε ύφος σχεδόν μπουρλέσκο. Τού φόρεσαν μούσια, περούκες, γυαλιά κλπ. Ύστερα από όλα αυτά άρχισε να πίνει, η γυναίκα του τον εγκατέλειψε, τού πήρε και τα παιδιά και τους άλλαξε και το επίθετο.
Στη συνέχεια ο Keaton έπαιξε και σε ταινίες άλλων παραγωγών (Educational Pictures). Σκηνοθέτησε και μερικά μάλλον αδιάφορα φιλμάκια (συχνά με πολύ γνωστούς ηθοποιούς όπως η Judy Garland, ο Mickey Rooney, η Lana Turner, η Esther Williams κλπ). Έπαιξε δεύτερους ρόλους σε διάφορες ταινίες. Έκανε και τον ακροβάτη. Το χειρότερο όμως είναι πως σιγά-σιγά έγινε σοβαρά αλκοολικός, έπαθε νευρική κατάπτωση και κατέληξε σε κλινική. Μετά την αποθεραπεία του επανήλθε στην MGM (με το 1/10 τού προηγούμενου μισθού του) σαν συγγραφέας γκαγκ. Πολλά από τα γκαγκ των Marx Brothers ήταν δικά του. Έκανε ακόμα και διαφημίσεις (μερικές, είναι αλήθεια, πολύ καλές). Στο μεταξύ, και πολύ κοντά στο πρώτο του διαζύγιο, έκανε και έναν δεύτερο γάμο, με μια ηθοποιό, που γρήγορα έφτασε και αυτός στο διαζύγιο, για να κάνει και έναν τρίτο, με την Eleanor, μια χορεύτρια τής MGM, με την οποία έζησε πολλά χρόνια μέχρι τον θάνατό του. Γύρω στο 1950 κάνει μια πολύ σύντομη εμφάνιση στην ταινία «Limelight» («Τα φώτα τής ράμπας») τού Chaplin. Λίγο πριν είχε συμμετάσχει στην παράσταση τού Τσίρκου Medrano για την επέτειο των πενήντα χρόνων τού Medrano. Και λίγο μετά αρχίζει να εμφανίζεται και πάλι στις ΗΠΑ σε μερικές τηλεοπτικές εκπομπές.
Εκείνη την εποχή ο James Mason, που είχε αγοράσει το σπίτι τού Keaton στο Hollywood, ανακάλυψε έναν σωρό από παλιές φθαρμένες ταινίες. Ήταν όλα τα αριστουργήματα τού Keaton. Ο ίδιος τις είχε ξεχάσει, γιατί δεν πίστευε ότι θα ενδιέφεραν πλέον κανέναν. Οι ταινίες συντηρήθηκαν και άρχισαν μια δεύτερη καριέρα. Το 1959 τού απονέμεται το Oscar για την εν γένει προσφορά του στον κινηματογράφο. Εντούτοις κανείς δεν του εμπιστεύεται ταινία. Και μια ταινία που οι ʼγγλοι είχαν σκεφτεί να τού αναθέσουν την έδωσαν τελικά στον Peter Sellers.
Αρχές τού 1960 η γαλλική ταινιοθήκη τού αφιερώνει μια αναδρομική προβολή, οι ταινίες του προβάλλονται στην Ευρώπη, τού παίρνουν συνεντεύξεις, το κοινό τού φεστιβάλ τής Βενετίας τον αποθεώνει και έτσι, λίγο προτού πεθάνει, ο Keaton ξαναζεί αυτό που δεν περίμενε να ξαναζήσει: την επιτυχία. Κοντά στο τέλος της ζωής του έπαιξε και σε δύο συμπαθητικά φιλμάκια, αλλά πολύ μακριά από το ύφος των δικών του ταινιών, το ένα τού βραβευμένου νεαρού Καναδού Gerald Potterton με τίτλο «The Railrodder» (παράλληλα με το ντοκιμαντέρ που περιλαμβάνει τα γυρίσματα τού ίδιου φιλμ με τον τίτλο «Buster Rides Again»), και το άλλο τού Alan Schneider πάνω σε ένα θέμα τού Beckett. Για την ακρίβεια την ταινία αυτή τη σχεδίασε και στην πραγματικότητα τη σκηνοθέτησε ο ίδιος ο Samuel Beckett και πρόκειται για ένα αριστούργημα, αλλά ο Keaton συμμετέχει περισσότερο με τη φιγούρα του παρά με την ερμηνεία του. ʼλλωστε ο ίδιος ομολόγησε ότι δεν κατάλαβε τι έπαιζε. Το τελευταίο φιλμ στο οποίο έπαιξε, το 1966, έναν δεύτερο ρόλο έστω, ήταν η πετυχημένη κωμωδία τού Richard Lester «A Funny Thing Happened on the Way to the Forum». Ήταν και η χρονιά τού θανάτου του. Όταν πέθανε (από καρκίνο στον πνεύμονα, ενώ εκείνος μέχρι τέλους πίστευε ότι είχε βρογχικό άσθμα) στη μια τσέπη του βρήκανε ένα καθολικό κομποσχοίνι για προσευχές και στην άλλη μια τράπουλα, ώστε, όπως έλεγε, όπου κι αν τελικά βρισκόταν, στον Παράδεισο ή στην Κόλαση, να είναι κατάλληλα εξοπλισμένος.
Samuel Beckett
Το πρώτο και σημαντικότερο εύρημα τού Buster Keaton είναι η διαμόρφωση τής φιγούρας του και τού ήρωά του. Πριν από όλα ο Buster Keaton είναι πολύ όμορφος. Εντούτοις, αυτό το χαρακτηριστικό του το ανακαλύπτει κανείς με καθυστέρηση. Προέχουν τα αρνητικά ή ουδέτερα χαρακτηριστικά, τα οποία προβάλλονται με επιμονή. Αν ήταν άσχημος, τα αρνητικά χαρακτηριστικά θα οδηγούσαν στο γκροτέσκο. Και σαν αρνητικά μπορούμε να απαριθμήσουμε το ότι είναι πάρα πολύ κοντός (όλους τούς κοιτάει από κάτω), ότι περπατάει πολύ αστεία, ότι έχει υπερβολικά μεγαλύτερα από το κανονικό παπούτσια (ευθεία αναφορά στους κλόουν) και ότι το πρόσωπό του είναι εντελώς αγέλαστο και ανέκφραστο. Το παίξιμό του στηρίζεται στα μάτια και στο σώμα. Σήμα κατατεθέν το μοναδικό πλακέ καπελάκι του, το οποίο εντούτοις δεν διστάζει να αλλάζει με άλλα καπέλα, που παίρνουν όμως κατά περίεργο τρόπο τον ίδιο ρόλο με το κλασικό του καπελάκι. ʼλλο σήμα κατατεθέν ο εκπληκτικός τρόπος με τον οποίο μεταχειρίζεται το κορμί του. ʼνθρωπος-λάστιχο, ακροβάτης, αθλητής, χορευτής, ελατήριο. Είναι προφανές, αλλά και πολλές μαρτυρίες το βεβαιώνουν, ότι σε όλες (ακόμα και στις πιο δύσκολες στιγμές) τα κάνει όλα μόνος του. Πολύ συχνά κινδύνεψε η ζωή του. ʼλλωστε είχε εκπαιδευτεί καλά από τον πατέρα του, ο οποίος κάποτε τον εκσφενδόνισε πάνω σε έναν θεατή που διαμαρτυρόταν. Λένε πως δεν είχε μείνει κόκαλο επάνω του που να μην το έχει σπάσει. Ο θεατής εύκολα αντιλαμβάνεται ότι οι περισσότερες από τις δύσκολες σκηνές έχουν γυριστεί χωρίς κοψίματα, με «μονοπλάνα», και συνήθως χωρίς κανένα τρυκ. Ο Keaton έδινε εντολή στον οπερατέρ να μην σταματάει ό,τι κι αν τού συνέβαινε, μέχρι να τού το πει ο ίδιος.
Κάθε αθώος ήρωας είναι κατ’ ανάγκην θύμα. Έτσι και ο ήρωας που έπλασε ο Buster Keaton είναι τίμιος, καλοπροαίρετος, αλλά άτυχος. Η ατυχία του ξεκινάει από το γεγονός ότι είναι και εξαιρετικά κοντός. Και είναι φαινομενικά (αλλά μόνο φαινομενικά) δειλός. Όταν όμως πλησιάζει το τέλος, η κάθαρση, ο ήρωας πάντοτε αποδεικνύει τις αρετές του. Η αφοσίωση στο ιδανικό του (όμορφη κοπέλα, καλή πράξη κλπ) τον κάνει να αποκτά δυνάμεις και ευστροφία και όχι μόνο να βγαίνει νικητής πάντοτε, αλλά και να τού το αναγνωρίζουν. Το happy ending τού Keaton είναι και ένα από τα σημαντικά χαρακτηριστικά τού έργου του. Αυτή η αντίθεση είναι που δικαιώνει τον απίστευτο καταιγισμό ατυχιών που τον κυνηγά σε όλη την υπόλοιπη ταινία. Αν το τέλος ήταν μαύρο κι άραχνο, τότε οι πρότερες δυστυχίες δεν θα μπορούσαν ούτε ανεκτές να γίνουν ούτε κωμικό στοιχείο να αντλήσουν. ʼλλωστε η εκδίκηση τής αθωότητας και τής αδυναμίας είναι και η φιλοσοφία τού Buster Keaton. Σ’ αυτόν συνυπάρχουν μονίμως και οι δύο μορφές τού κλόουν, ο μαύρος και ο άσπρος, ο λυπημένος και ο χαρούμενος.
Η πραγματική όμως υπόθεση των έργων του είναι το «κέντημα» των γκαγκ. Ένα γκαγκ υπάρχει μόνο αν είναι απολύτως πετυχημένο στη σύλληψη, στον σχεδιασμό και στην εκτέλεση. Αν, έστω και λίγο, χωλαίνει σε ένα από αυτά τα σημεία, τότε δεν είναι μέτριο, αλλά απλώς ανύπαρκτο. Τα γκαγκ τού Buster Keaton είναι απίστευτα και όμως απολύτως αληθινά. Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο μπουρλέσκου. Όλα στηρίζονται σε μια συναρπαστική διαπίστωση: πως ό,τι τού συμβαίνει (όπως άλλωστε και σε μας τους ίδιους) είναι απολύτως καθημερινό, τυχαίο και πιθανό. Οι χειρότερες καταστροφές και οι αποτελεσματικότερες λύσεις είναι προϊόντα απόλυτης καθημερινότητας.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο τού Keaton είναι η απέχθειά του προς τον συναισθηματισμό. Σε κανένα σημείο δεν επιτρέπει σε συναισθηματικά στοιχεία να τού αφαιρέσουν τον έλεγχο τής εξέλιξης. Ο Keaton στηρίζεται απολύτως στα σουρεαλιστικά στοιχεία τής ζωής και των γκαγκ. Ακόμα και όταν προσθέτει στοιχεία συναισθηματικού σχολιασμού, τα ανατρέπει με τον τρόπο διαδοχής των πλάνων ή με ένα ξεκαρδιστικό γκαγκ. Δεν επιτρέπει στον θεατή να ταυτιστεί, να παθιαστεί, να δακρύσει, να λυπηθεί. Τη συγκίνηση την εμπιστεύεται στην ίδια την εξέλιξη τής ζωής και των γκαγκ, που τη μετατρέπουν και αυτή σε ένα μεγάλο γκαγκ.
Ο Buster Keaton δούλεψε σε όλες τις ταινίες του με τους ίδιους συνεργάτες. Ο θεατής αναγνωρίζει πάντα τα ίδια πρόσωπα να παίζουν αντίστοιχους ρόλους. Ο κακός, ο καλός, η όμορφη, ο χαζός κλπ. Κάτι δηλαδή σαν τα πρόσωπα τής Comedia dell’arte. ʼλλα και όλοι οι τεχνικοί ήταν σχεδόν πάντα οι ίδιοι. Πράγμα που έδινε την αίσθηση μιας οικογενειακής δουλειάς.
Αυτό, τέλος, που πρέπει να σημειώσει κανείς με ιδιαίτερο ενθουσιασμό είναι τα καταπληκτικά κάδρα των γυρισμάτων, η απίστευτη προσοχή στις αισθητικές ισορροπίες, κάτι που δεν είναι εύκολα αντιληπτό λόγω τού βομβαρδισμού των γκαγκ. Δεν υπάρχει όμως άλλος κωμικός δημιουργός που να μας έδωσε τέτοια άψογη αισθητική και τεχνική κατασκευή ταινίας. Και μάλιστα, χωρίς αυτό να φαίνεται. Αρετή που είχε επισημάνει με ενθουσιασμό και ο Buñuel, που υπήρξε μεγάλος θαυμαστής τού Keaton.
Ένα στοιχείο ιδιαίτερης έκπληξης και θαυμασμού είναι ότι ο Keaton ήταν μάλλον αμόρφωτος. Σχολείο είχε πάει μόνο μία μέρα. Δεν είχε ιδιαίτερες γνώσεις σε κάτι, εκτός από το να είναι κλόουν. Όταν όμως ξέρεις τόσο καλά αυτό που κάνεις και όταν έχεις τόσο πολύ ταλέντο και σωστό ένστικτο δεν έχεις καμία άλλη ανάγκη.
Τα έργα του ξεκίνησαν σαν ταινίες μικρού μήκους και προς το τέλος τής δεκαετίας τού 1920 εξελίχθηκαν σε μεγάλου μήκους. Η διάρκειά τους κυμαίνεται από περίπου είκοσι λεπτά μέχρι περίπου εβδομήντα λεπτά. Δεν μπορεί επομένως να μιλήσει κανείς για πραγματικά μεγάλου και μικρού μήκους ταινίες. Εντούτοις υπάρχει μια βασική διαφορά ανάμεσα στις μεγάλες και τις μικρές. Οι πρώτες στηρίζονται στον καμβά τής υπόθεσης και γι’ αυτό δυσκολότερα αφήνονται στη γοητεία τού σουρεαλιστικού στοιχείου. Οι μικρές ταινίες είναι πιο ελεύθερες και γι’ αυτό πολύ πιο «παρανοϊκές». Η μικρή τους διάρκεια επιτρέπει και την καταιγιστική εναλλαγή των γκαγκ, που είναι και το ουσιαστικό περιεχόμενο κάθε ταινίας. Οι μεγάλες όμως τού έδιναν την ευκαιρία να αναπτύξει τη μοναδική ικανότητα που είχε να αφηγείται κινηματογραφικά.
Το να ξεχωρίσει κανείς τις ταινίες από πλευράς ποιότητας δεν είναι κάτι εύκολο. Η παρουσία τής εκπληκτικής προσωπικότητας τού ίδιου τού Buster τις καλύπτει όλες. Εντούτοις υπάρχουν ταινίες, μικρές ή μεγάλες, που συγκεντρώνουν από τη μια πλευρά μια εκπληκτική σκηνοθετική γραφή και τεχνική και από την άλλη μια σειρά από συνεχή και δεμένα κωμικά ευρήματα και καταστάσεις. Όπως υπάρχουν άλλες που κυριαρχούνται από ένα εξαιρετικά σημαντικό γκαγκ, αλλά έχει κανείς την εντύπωση πως έγιναν εξαιτίας αυτού τού γκαγκ, γύρω από το οποίο, ή σε αναμονή τού οποίου, κινήθηκε η ταινία. Στα ολοκληρωμένα αριστουργήματά του πρέπει κανείς να κατατάξει τις μικρού μήκους «Neighbors», «One Week», «The Scarecrow», «The Playhouse» και αμέσως μετά τις «The High Sign», «Convict 13», «The Paleface», «Daydreams», «Hard Luck», «The Goat». Και από τις μεγάλου μήκους τις «The General», «Sherlock Jr.» και αμέσως μετά τις «Our Hospitality», «Seven Chances», «Go West». Αυτό φυσικά δεν σημαίνει ότι οι υπόλοιπες δεν είναι εξαίρετες. Σε μερικές από τις ταινίες τής χρυσής περιόδου δεν αναφέρεται το όνομά του σαν σκηνοθέτη, παρόλο που έχει συμμετάσχει στη σκηνοθεσία, όπως συμβαίνει συγκεκριμένα στο «College», στο «Steamboat Bill Jr.» και στο «Cameraman». Η τελευταία μεγάλου μήκους ταινία που είναι σκηνοθετικά δική του, αν και δεν αναφέρεται στους τίτλους της σαν σκηνοθέτης, είναι το «Spite Marriage» (1929). Μέσα στη δεκαετία τού 1930 ακολούθησαν και μερικές μικρού μήκους που έφεραν την υπογραφή του. Χωρίς αμφιβολία πάντως οι ταινίες που συγκροτούν το θαυμάσιο έργο του και εξασφαλίζουν την ακτινοβολία του έγιναν ανάμεσα στο 1920 και το 1928.
Στις ταινίες του, μικρές ή μεγάλες, απαιτούνται πολύ λίγες παρεμβολές κειμένων και η ιστορία είναι απολύτως κατανοητή μέσα από ένα έξυπνο, γρήγορο και σφιχτό μοντάζ. Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να γίνει και για το γεγονός ότι οι μεσότιτλοι των ταινιών διακρίνονται για τ&"