Λέγεται συχνά πως Φωτογραφία και Κινηματογράφος συγγενεύουν. Aν και ο Κινηματογράφος συγγενεύει περισσότερο με την τέχνη των Κόμικς, η "συγγένειά" του με τη Φωτογραφία δεν ειναι εντελώς αδόκιμη, αφού και τα δύο εκφραστικά μέσα εκκινούν από την ίδια συσκευή, την κάμερα. Στην πραγματικότητα όμως οι διαφορές τους είναι πολύ περισσότερες από τις ομοιότητές τους. Έτσι, ακόμα και μια απλή συζήτηση περί διαφορών και ομοιοτήτων, σύντομα θα καταλήξει αδιέξοδη. Ο λόγος είναι απλός: Τα δύο αυτά εκφραστικά μέσα αποτελούν εντελώς διαφορετικά μεγέθη. Το να επιχειρήσουμε λοιπόν να συγκρίνουμε τη Φωτογραφία με το κατά πολύ μεγαλύτερο μέγεθος του Κινηματογράφου, θα ήταν τουλάχιστον άδικο για την ίδια τη Φωτογραφία. Θα μπορούσαμε ωστόσο να εστιάσουμε στη σχέση των εικόνων που παράγουν τα δύο εκφραστικά μέσα, δηλαδή στη σχέση της Κινούμενης κινηματογραφικής εικόνας με τη Στατική φωτογραφική εικόνα.
Robert Frank, Parade, 1955 - Michael Bay, Armageddon (1998)
Στο δοκίμιο Safety in Numbness (2007), ο θεωρητικός τέχνης David Campany γράφει πως "η Ακινησία, έννοια-κλειδί για τη οντολογική διάσταση της φωτογραφικής εικόνας, αποτελεί μια μορφή υποπροϊόντος το οποίο απέκτησε νόημα μόνο υπό τη σκιά του Κινηματογράφου". Με άλλα λόγια, πριν τη γέννηση του Κινηματογράφου, η ακινησία θεωρούνταν αυτονόητη. Με την επινόηση της Κινούμενης εικόνας όμως, η Ακινησία των στατικών εικόνων αναθεωρήθηκε, και μέσω της σύγκρισης αναβαθμίστηκε σε μια οντολογική διάσταση της Εικόνας γενικότερα. Η στατική εικόνα ωστόσο, έχει άμεση συμμετοχή στη δημιουργία της εμπειρίας των κινούμενων εικόνων, αφού αυτές γίνονται αντιληπτές διαισθητικά από την ταχύτητα παράθεσης ορισμένου αριθμού στατικών εικόνων. Το φαινόμενο του Μετεικάσματος, δηλαδή η αίσθηση ότι ένα οπτικό ερέθισμα εξακολουθεί να υφίσταται για 1/10 του δευτερολέπτου μετά την παύση του, μας επιτρέπει να αντιληφθούμε την Κινούμενη εικόνα ως τέτοια, υπογραμμίζοντας παράλληλα την αδυναμία μας να τη συλλάβουμε στην πλήρη της έκταση (Deleuze). Η κινούμενη εικόνα είναι πρωτίστως ένα φαινομενολογικό αποτέλεσμα κατά το οποίο, μέσω της κινηματογραφικής εμπειρίας, η ανθρώπινη συνείδηση μετακινείται διαρκώς μεταξύ κατανοητού και αδιανόητου.
Diane Arbus, Identical Twins, 1967 - Stanley Kubrick, The Shining (1980)
Κινούμενες και στατικές εικόνες αντιπροσωπεύουν κατά μια έννοια τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τον χρόνο. Η σχέση της στατικής, φωτογραφικής εικόνας με το χρόνο είναι άμεσα κατανοητή. Μια φωτογραφία αναφέρεται σε κάτι που υπήρξε (παρελθόν), δείχνοντας μας κάτι που, προφανώς, δεν είναι πλέον έτσι. Η σχέση της Κινηματογραφικής εικόνας με το χρόνο είναι αρκετά πιο περίπλοκη. Όταν παρακολουθούμε μια ταινία, στην ουσία παρακολουθούμε κάτι που έχει ήδη γίνει. Τα γεγονότα που βλέπουμε στην οθόνη αποτυπώθηκαν στο παρελθόν. Το μυαλό μας όμως τα αντιλαμβάνεται ως γεγονότα που εξελίσσονται σε πραγματικό χρόνο (παρόν). Αν αναλογιστούμε πως η κινηματογραφική πράξη στοχεύει επι της ουσίας στη συμμετοχική διάθεση του κοινού ως προς τα γεγονότα που προβάλλονται οθόνη, τότε τα πράγμαα περιπλέκονται περισσότερο. Καθώς οι κινούμενες εικόνες μας παίρνουν μαζί τους στην ιστορία που αφηγούνται, η επιθυμία μας για το πως θα θέλαμε να εξελιχθεί η ιστορία γίνεται όλο και πιο έντονη. Αυτό δηλαδή που μας ενδιαφέρει όλο και περισσότερο, καθώς τα μάτια μας συλλαμβάνουν το φιλμικό παρόν, είναι, τελικά, το φιλμικό μέλλον. Ο Κινηματογράφος διασυνδέει παρελθόν, παρόν και μέλλον με έναν αρκετά σύνθετο τρόπο.
Θα μπορούσαν άραγε στατικές και κινούμενες εικόνες να συνυπάρξουν στο ίδιο πλαίσιο νοηματοδότησης (context);
Θεωρητικοί όπως ο Raymond Bellour, ασχολήθηκαν με το ζήτημα της ενσωμάτωσης των δύο μορφών εικόνας σε μια νέα, υβριδική φόρμα. Ο Bellour, ειδικότερα, εστιάζει στο υβριδικό Photofilm, μια μορφή κινηματογραφικής αφήγησης μορφοποιημένη ως επί το πλείστον από στατικές εικόνες. Πως θα έμοιαζε άραγε κάτι τέτοιο; Ας φανταστούμε πως η αγαπημένη μας ταινία να εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας, όχι μέσα από τη σύνδεση πλάνων αλλά από την παράθεση στατικών εικόνων εν σειρά. Οι εικόνες αυτές συνοδεύονται από ηχητικό τοπίο (ήχοι χώρου/αντικειμένων/δράσης), μουσική επένδυση, voice over αφήγηση, διαλόγους, κλπ. Οι ενδιαφέρουσα αυτή πρόταση μας οδηγεί, καταρχάς, πίσω στο 1963, και το μνημειώδες φιλμ του Chris Marker, La Jetee (1963). Το μετα-αποκαλυπτικό, πειραματικό φιλμ μικρού μήκους του Marker, διάρκειας 28 λεπτών, αποτελείται από 410 ασπρόμαυρες φωτογραφίες (στατικές εικόνες) εξπρεσιονιστικής αισθητικής, και μόλις ένα πλάνο (κινούμενη εικόνα) διάρκειας 5 δευτερολέπτων, το οποίο σηματοδοτεί και την έναρξη της τρίτης πράξης του φιλμ. Οι στατικές εικόνες συνοδεύονται από μουσική επένδυση και voice over αφήγηση. Το La Jetee θεωρείται ο πρόγονος του photofilm. Ωστόσο, η ιδέα της εισαγωγής εμβόλιμων στατικών εικόνων στην κινηματογραφική φόρμα εντοπίζεται κάπου στο 1929. Τότε, οι κινηματογραφιστές Boris Barnett και Dziga Vertov εισήγαγαν για πρώτη φορά στατικές εικόνες στο κινηματογραφικό σώμα και πλαίσιο νοηματοδότησης των πειραματικών ταινιών τους.
Η συνύπαρξη κινούμενων και στατικών εικόνων στο ίδιο σώμα μπορεί να έχει μεγάλο ενδιαφέρον, κυρίως λόγω του τρόπου που ο εγκέφαλός μας αντιλαμβάνεται τις δύο αυτές μορφές εικόνων. Αν το σκεφτούμε λίγο καλύτερα, αντιλαμβανόμαστε τις κινούμενες εικόνες επειδή οι ίδιες κινούνται. Αντιθέτως, τις στατικές εικόνες τις αντιλαμβανόμαστε επειδή τα μάτια μας κινούνται πάνω τους. Σε ένα photofilm, οι δύο αυτές λειτουργίες της όρασης και αντίληψης των εικόνων συνυπάρχουν, θολώνοντας τα όρια μεταξύ τους, κάτι που, από μόνο του, είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον.
Giuseppe Tornatore, Alfredo and Toto, Cinema Paradiso (1988)
Η σχέση κινούμενης και στατικής εικόνας είναι τόσο ενδιαφέρουσα που θα ήταν μεγάλη παράλειψη αν δεν την προσεγγίζαμε και με μια δόση χιούμορ. Στο βιβλίο του Hollywood in the 30s (2014) ο θεωρητικός Daniel Kothenschulte περιγράφει πως κατά το πρώτο μισό του 20ου αι. η στατική εικόνα υπήρξε ο μεγαλύτερος εφιάλτης του Κινηματογράφου! Ένα ακινητοποιημένο φιλμ στη μηχανή προβολής σήμαινε αυτόματα κίνδυνο πυρκαγιάς. Αυτή η φοβία κυριαρχούσε στον χώρο του Κινηματογράφου για πολλές δεκαετίες. Ίσως η ίδια φοβία ενέπνευσε τον Giuseppe Tornatore να γράψει τη μνημειώδη σκηνή στην ταινία Cinema Paradiso (1988), όπου μια επιπλοκή στη μηχανή προβολής προκαλεί πυρκαγιά στην αίθουσα που βρίσκεται ο Αλφρέντο, ο οποίος σώζεται την τελευταία στιγμή απ' τον μικρό Τότο που τρέχει και τον σέρνει έξω απ' το φλεγόμενο κτίριο. Η φοβία της πιθανής μηχανικής επιπλοκής κράτησε μέχρι τα τέλη του 1950 και την εφεύρεση του φιλμ μεγάλης αντοχής στη θερμότητα. Σήμερα, δεν έχουμε κανένα λόγο να φοβόμαστε. Αντιθέτως, έχουμε κάθε λόγο να λατρεύουμε τις εικόνες, κινούμενες ή στατικές, αφού, τελικά, μας βοηθούν να κατανοήσουμε και εν προεκτάσει να αγαπήσουμε τον εαυτό μας, και τον κόσμο.