Η ταινία Roma (2018) αποτελεί μία ιδιαίτερη κινηματογραφική νότα. Οι λόγοι που το παραθέτουν αυτό είναι πολλοί και ταυτόχρονα καλαίσθητοι.
Μία κοινωνική ταινία με βιογραφικά στοιχεία του ίδιου του δημιουργού της Αλφόσον Κουαρόν, όπου εξαρχής δεν είναι και το πιο ελκυστικό θέμα για να παρασύρει το πολύ κοινό να μπει στις κινηματογραφικές αίθουσες.
Τεχνικά ο σκηνοθέτης όπου είναι ταυτόχρονα και cinematographer σε ταξιδεύει απρόμαυρα με κάθε τύπου άριστα πλάνα, γενικά, πανοραμικά, travel, ανοιχτά τοπία. Πορτραίτα για βραβείο φωτογραφίας και το μοντάζ σε ένα βαθμό γίνεται από τον ίδιο πάλι, έτσι ώστε να μπορεί να έχει την δυνατότητα να κρατάει τη διάρκεια τόσο όσο να μη κουράσει τον θεατή.
Στο πρώτο μισό της ταινίας ουσιαστικά γίνεται η γνωριμία και το "χτίσιμο" των χαρακτήρων και στο δεύτερο μισό η "έκρηξη" και κλιμάκωση της ιστορίας.
Το σπουδαιότερο που πρέπει να σημειωθεί σε αυτή τη ταινία είναι αβίαστα το κάθε καρέ της, παραθέτει πολυδιάστατα και πολυεπίπεδα κοινωνικά, πολιτικά, ταξικά κ.α. μηνύματα όπου ο θεατής είναι ελεύθερος να ερμηνεύσει με τον δικό του τρόπο.
Μία ταινία για σεμινάριο φωτογραφίας!
Παραθέτουμε Ανάλυση της Ταινίας από τον κριτικό κινηματογράφου Κωνσταντίνος Καϊμάκη
Το 1970 σ' ένα μεσοαστικό σπίτι στην περιοχή Ρόμα της Πόλης του Μεξικού, η ζωή κυλά μάλλον μονότονα για το γιατρό πατέρα, την νοικοκυρά (αν και με σπουδές βιοχημείας) μητέρα, τη στωική γιαγιά, τα τέσσερα παιδιά και τις δύο οικιακές βοηθούς. Ώσπου το τέλειο «οικοδόμημα» διαλύεται με το χωρισμό του ζευγαριού αλλά και με κάποιες άλλες παρενθέσεις που σχετίζονται με την καλοσυνάτη Κλέο, την υπηρέτρια της οικογένειας που είναι δεμένη με τα παιδιά της φαμίλιας. Προσωπικό, έντιμο, τρυφερό, συμπονετικό (η συμπόνια είναι η λέξη κλειδί του φιλμ), αψεγάδιαστο.
Το συγκλονιστικό έργο του Αλφόνσο Κουαρόν («Gravity», «Τα παιδιά των Ανθρώπων», «Θέλω και τη Μαμά σου») που κέρδισε το Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ Βενετίας και στοχεύει στο δεύτερο του Όσκαρ σκηνοθεσίας μετά από το θρίαμβο του «Gravity», έχει τη μορφή ασπρόμαυρων καρτ ποστάλ από το Μεξικό του 1970.
Πρόκειται για μια ειλικρινή επιστολή αγάπης του σκηνοθέτη στις μνήμες της παιδικής του ηλικίας, στις γυναίκες που τον μεγάλωσαν, στα γεγονότα που συνταράσσουν την αγαπημένη του πόλη (από τους καταστροφικούς σεισμούς μέχρι τα αιματηρά γεγονότα του Corpus Christi όπου στρατιώτες σκότωσαν φιλελεύθερους φοιτητές στη διάρκεια φιλειρηνικής διαδήλωσης), στις μικρές και μεγάλες τραγωδίες (ο χωρισμός των γονιών του) που σημαδεύουν την οικογένεια του.
Ο Κουαρόν μέσω της αποστασιοποιημένης, ενίοτε λυρικής, ματιάς του καταγράφει χωρίς νοσταλγική διάθεση αλλά με σαφή κριτικό προσανατολισμό, μια αξεπέραστη τοιχογραφίας εποχής (η δουλειά που έχει γίνει σε επίπεδο παραγωγής και καλλιτεχνικής διεύθυνσης είναι αριστοτεχνική) όπου το κοινωνικό και το προσωπικό γίνονται ένα. Στο δικό του «Amarcord» η κάμερα ακολουθεί σταθερά και αφοσιωμένο το υπέροχα καθαρό και γαλήνιο πρόσωπο της Κλέο της οικιακής βοηθού της οικογένειας που μετατρέπεται σταδιακά από απλός παρατηρητής σε ενεργό μέλος της.
Ο Κουαρόν μετατρέπει την Κλέο σε κεντρικό πρόσωπο του οικογενειακού δράματος. Γύρω της αναδεικνύονται και ζωντανεύουν όλες οι οικογενειακές αντιφάσεις, τα πολιτικά παιχνίδια, οι ιστορικές αδικίες, τα συναισθηματικά τραύματα, τα μυστικά και ψέματα μιας ολόκληρης ζωής. Ο Κουαρόν τιμά την άγνωστη ηρωίδα της δικής του ζωής, την αθώα Κλέο και ζητά συγνώμη όχι μόνο για λογαριασμό της οικογένειας του αλλά μιλώντας εκ μέρους μιας γενιάς αν όχι ενός ολόκληρου έθνους.
Info:
Δραματική μεξικανικής παραγωγής 2018 (135')
Σκηνοθεσία: Αλφόνσο Κουαρόν
Πρωταγωνιστούν: Γιαλίτζα Απαρίθιο, Μαρίνα ντε Ταβίρα