Βασικοί χαρακτήρες είναι η Μπλανς, μια καθηγήτρια από τις Νότιες Πολιτείες των Η.Π.Α, η αδερφή της Στέλλα και ο σύντροφος της, Στάνλεϋ. Η Μπλανς μετά τον πλειστηριασμό της οικογενειακής περιουσίας, επισκέφτεται το σπίτι της Στέλλας και του Στάνλεϋ προσωρινά.
Καταλήγει όμως να μείνει εκεί για καιρό, στο σπίτι όπου μέλλεται να λάβουν χώρα συγκρούσεις ανάμεσα στη Μπλανς και το Στάνλεϋ, το φλέρτ της Μπλανς με τον Μιτς, αποκαλύψεις για το παρελθόν της Μπλανς καθώς και κρίσεις στη σχέση της Στέλλας με το Στάνλεϋ.
Η κορύφωση όλων των εντάσεων είναι ο βιασμός της Μπλανς από το Στάνλεϋ στην προτελευταία σκηνή και η νευρική κρίση της στη τελευταία σκηνή μετά την οποία θα καταλήξει σε κάποιο ίδρυμα.
Το έργο γράφτηκε το 1947 από τον Τένεσι Ουίλιαμς και ανέβηκε για πρώτη φορά την ίδια χρονιά στο θέατρο Broadway σε σκηνοθεσία Ηλία Καζάν, ενώ το 1951 έγινε η κινηματογραφική του μεταφορά από τον ίδιο το σκηνοθέτη.
Η σύγκρουση του πνεύματος με τη σάρκα
Στο συγκεκριμένο έργο, ο Τένεσι Ουίλιαμς φαίνεται να “μιλάει” συνεχώς για το φύλο και με σχεδόν ίδια συχνότητα να μιλάει για τη σεξουαλικότητα και το σεξουαλικό προσανατολισμό.
( Guilbert 2004: 85)
Η αναμέτρηση δεν έχει να κάνει μόνο με τους χαρακτήρες αλλά και με την ερμηνευτική δεινότητα και των δυο πρωταγωνιστών. Ο ρεαλισμός του Μάρλον Μπράντο απέναντι στη θεατρική και ποιητική υπόσταση της Βίβιαν Λι. Οι χαρακτήρες εκπροσωπούν δυο διαφορετικούς κόσμους.
Μαγεία απέναντι στον ρεαλισμό
“Δε θέλω ρεαλισμό, θέλω μαγεία”
Ούρλιαζε η Μπλανς στη διάρκεια μιας σκηνής γεμάτη ένταση και απελπισία, μέσω της οποίας ο δραματουργός Τενεσι Ουίλιαμς πρόβαλλε τη μοναξιά ενός ανθρώπου που ουσιαστικά η κοινωνία δεν αποδέχτηκε βρίσκοντας καταφύγιο στη τρέλα.
“Αυτή τη στιγμή τη χρωστάμε ο ένας στον άλλον από την αρχή”
Λέει αποφασισμένος ο Μάρλον Μπράντο σε ένα απόσπασμα του έργου. Πρέπει να επιβάλλει την κυριαρχία, των ωμό ρεαλισμό του, χωρίς ίχνος συναισθηματισμού σε μια Μπλανς που παραπέμπει μεταξύ αυταπάτης και πραγματικότητας.
Η Μπλανς είναι έθραυστη ψυχολογικά. Καλλιεργημένη και διαλυμένη ταυτόχρονα, καταφεύγει στο όνειρο, την παραίσθηση και τη φαντασίωση. Η νιότη της έχει ξεφτίσει, θυμίζει μια αριστοκρατία άλλων εποχών, ξεπεσμένη ηθικά και κοινωνικά πια, προσπαθεί μέσα από φτηνά κοσμήματα, ωραία φορέματα, στολίδια και ωραίους τρόπους να γοητεύσει. Αλλαζονική και ψεύτρα χωρίς κακή πρόθεση, υπνωτίζει και μαγεύει δημιουργώντας ένα πολυδιάστατο και περίπλοκο χαρακτήρα.
Απέναντι στη διαλυμένη Μπλανς, ο άξεστος, Πολωνός μετανάστης που αντιπροσωπεύει το “Αμερικάνικο όνειρο”. Τίποτα δε του χαρίστηκε, επιβίωσε χάρη στη χειρωνακτική εργασία. Εκπέμπει έντονη σεξουαλικότητα, ζωώδη ένστικτα, αμεσότητα και φαλλοκρατισμό.
Το Αμερικάνικο όνειρο
Κάθε ένας από τους τρεις χαρακτήρες αναπαριστά μια διαφορετική έκφανση αυτού που έχει ονομαστεί “ Αμερικάνικο όνειρο”. Το αμερικάνικο όνειρο βασίζεται στην ευρέως διαδεδομένη αντίληψη ότι η κοινωνία της Αμερικής προσφέρει ισότιμες και απεριόριστες ευκαιρίες κοινωνικής κινητικοτητας σε όσους και όσες ενστερνίζονται την ισχυρή ηθική της εργασίας ανεξάρτητα από τις ταξικές καταβολές τους
( Perucci & Wysong, 2008: 45-46 )
Ο αντιφατικός κόσμος του Ηλία Καζάν
Ο Ηλία Καζάν σκηνοθετεί με μαεστρία την ταινία επιτυγχάνοντας να αναδείξει τις αξεπέραστες ερμηνείες των πρωταγωνιστών. Κινηματογραφεί την ιστορία με τέτοιο τρόπο, ώστε οι εμφανείς θεατρικές καταβολές της να μη λειτουργήσουν ως καλλιτεχνικό βαρίδι.
Η σκηνοθεσία του είναι αεικίνητη, η ποιητικότητα και ο λυρισμός ξεπροβάλλουν μέσα από τις σκηνές. Το κλειστοφοβικό περιβάλλον είναι έντονο χωρίς όμως να υποπέσει στην παγίδα της στασιμότητας.
Κινηματογράφιση
Ο Καζάν βλέποντας τη χειμαρώδη θεατρική υπόσταση του έργου επέλεξε να αποδώσει με πιστότητα και κινηματογραφική αληθοφάνεια όλες τις σκηνές του έργου.
Δημιουργήσε ένα είδος κινηματογραφημένης θεατρικής παράστασης, όπου όλα διαδραματίζονται σε σκηνικό δυο δωματίων.
( Πλάτων Ριβέλλης: Χωρίς διάλειμμα, Δεκατρείς σκηνοθέτες και το έργο τους)
Ο κινηματογραφιστής Χάρι Στράντλινγκ υπό τις οδηγίες του Καζάν
Χρησιμοποίησε μια μόνο μηχανή, θεωρώντας ότι δε χρειάζεται ποικιλία δραματικών λήψεων, αλλά κλασσική λιτότητα και αυστηρότητα. Οι φωτισμοί της ταινίας είναι εκφραστικοί και δε θα ήταν άν έπρεπε να καλύψουν τις ανάγκες περισσότερων μηχανών από διαφορετικές γωνίες.
Τα κοντινά πλάνα του Στράντλινγκ προσδίδουν την προσωπική του καλλιτεχνική σφραγίδα. Δημιουργησε ένα ασφυκτικό περιβάλλον, σκιαγραφόντας έτσι τον εσωτερικό κόσμο της ηρωίδας που νιώθει να καταρακώνεται και να πνίγεται μέσα στο κλειστοφοβικό περιβάλλον δυο δωματίων.
Χαρακτηριστική είναι η σκηνή που ο Στάνλεϋ σκίζει το χάρτινο αμπαζούρ και απογυμνώνει τη λάμπα. Η Μπλανς βγάζει μια κραυγή πόνου, σαν να κομματιάζουν την ίδια. Η κραυγή αυτή, σηματοδοτεί συμβολικά την κατάρευση της ηρωίδας, την παραίτηση, την οριστική διαφυγή από ένα κόσμο σκληρό κια αδυσώπητο και την εισχώρηση της στην πνευματική αστάθεια και εισχώρηση στον κόσμο των παραισθήσεων.
Τα δυο δωμάτια μετακινούνται διαχωριστικά με αποτέλεσμα όσο η ροή της ταινίας προχωρούσε οι τοίχοι να συγκλίνουν δημιουργώντας ένα όλο και μικρότερο χώρο. Σταδιακά δημιουργείται η αίσθηση της ασφυξίας, αναγκάζοντας τη Μπλανς στις τελευταίες σκηνές να καταβάλλει προσπάθεια να κινηθεί σε ένα πολύ μικρό χώρο.
Η ταινία έλαβε δώδεκα υποψηφιότητες και βραβεύτηκε με τέσσερα όσκαρ. Το 1977 το Λεωφορείον ο Πόθος έλαβε τη 45η θέση ως μια από τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών απο το Αμερικάνικο Ινστιτούτο Κινηματογράφου. Ο Ηλίας Καζάν που θύμωνε όταν τον φώναζαν Ελία, άφησε πίσω του εξαιρετικά σκηνοθετημένες θεατρικές παραστάσεις - σταθμούς του 20ου αιώνα και αρκετές σπουδαίες ταινίες.
Λεωφορείον ο Πόθος
Σκηνοθέτης: Elia Kazan
Σενάριο: Tenessee Williams βασισμένο σε θεατρικό έργο του ίδιου.
Φωτογραφία: Harry Stralding
Μουσική: Alex North
Ηθοποιοί: Vivian Leigh, Marlon Brando, Kim Hunter, Karl Malden
Τοποθεσία: Η.Π.Α 1951
Διάρκεια: 122 ΄