Ο ιταλικός νεορεαλισμός γεννήθηκε μέσα στο χάος και τα απομεινάρια του πολέμου μετά το 1945. Η Ιταλία έβγαινε από μια εικοσάχρονη φασιστική δικτατορία, μια πολύχρονη τραγωδία καταστροφής, εμφύλιας σύγκρουσης και τεράστιας φτώχειας, ενός πολέμου που μόνο συντρίμμια άφησε. Το κινηματογραφικό περιβάλλον ήταν προετοιμασμένο μετά από όλα αυτά να εκφράσει όλα τα καταπιεσμένα συναισθήματα, όλη την κακουχία που ζούσε η επί το πλείστων μεταπολεμική ιταλική κοινωνία, να περιγράψει τη δραματική φτώχεια, την αδικία, την καχυποψία με τα πιο ρεαλιστικά χρώματα. Στο νεορεαλισμό, οι ήρωες των ταινιών είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές που έχουν έντονη κοινωνική συνείδηση.
Ιταλικός Νεορεαλισμός
Ο ιταλικός νεορεαλισμός γεννήθηκε μέσα στο χάος και τα απομεινάρια του πολέμου μετά το 1945. Η Ιταλία έβγαινε από μια εικοσάχρονη φασιστική δικτατορία, μια πολύχρονη τραγωδία καταστροφής, εμφύλιας σύγκρουσης και τεράστιας φτώχειας, ενός πολέμου που μόνο συντρίμμια άφησε.
Το κινηματογραφικό περιβάλλον ήταν προετοιμασμένο μετά από όλα αυτά να εκφράσει όλα τα καταπιεσμένα συναισθήματα, όλη την κακουχία που ζούσε η επί το πλείστων μεταπολεμική ιταλική κοινωνία, να περιγράψει τη δραματική φτώχεια, την αδικία, την καχυποψία με τα πιο ρεαλιστικά χρώματα. Στο νεορεαλισμό, οι ήρωες των ταινιών είναι απλοί καθημερινοί άνθρωποι, βιοπαλαιστές που έχουν έντονη κοινωνική συνείδηση. Οι ηθοποιοί των ταινιών του νεορεαλισμού, τις περισσότερες φορές είναι ερασιτέχνες ενώ ο αυτοσχεδιασμός απαραίτητο συστατικό δημιουργικότητας. Υφολογικά ο νεορεαλισμός χαρακτηρίζεται από μια << ντοκυμαντερίστικη>> προσέγγιση με σκοπό την << ρεαλιστική και ωμή>> αναπαράσταση της κοινωνίας χωρίς ωραιοποίηση. Οι σκηνοθέτες του νεορεαλισμού άνοιξαν ένα παράθυρο στην πραγματικότητα.
Φυσικά όπως σε κάθε καλλιτεχνικό κίνημα, έτσι και στον νεορεαλισμό ο δημιουργός ( auter) και οι έμμονες ιδέες του επιβιώνουν μέσα από την αυστηρότητα των κανόνων και του ύφους. Ο Βιττόριο ντε Σίκα, ο Λουκίνο Βισκόντι αλλά και ο Ρομπέρτο Ροσελλίνι υπήρξαν κλασσικοί εκφραστές και δημιουργοί της νέας κινηματογραφικής σχολής του νεορεαλισμού. Τόσο ο <<Κλέφτης ποδηλάτων, 1948>> ( Ladri di biciclette )του Ντε Σίκα, οι <<διαβολικοί εραστές, 1943>> ( Ossessione) του Βισκόντι, όσο και η <<Ρώμη, ανοχύρωτη πόλη, 1945>> ( Roma citta aperta) του Ροσελλίνι αποτελούν αντιπροσωπευτικές ταινίες της σχολής αυτής.
Βιττόριο Ντε Σίκα
Ο Βιττόριο ντε Σίκα (Vittorio de Sica /7Ιουλίου 1901-13 Νοεμβρίου 1974) γεννήθηκε στη Ρώμη και υπήρξε ένας ιδιαίτερα χαρισματικός κινηματογραφικός σκηνοθέτης αλλά και ηθοποιός. Θεωρείται ένας από τους κύριους εκφραστές του ιταλικού νεορεαλισμού. Εισχώρησε από μικρός στον χώρο του θεάματος και η άνοδος του ήλθε σύντομα. Αρχικά ως ηθοποιός και σταρ της προπολεμικής εποχής- τον θυμόμαστε χαρακτηριστικά στην "ʼγνωστη Κυρία" (Madame De, 1953) του σκηνοθέτη Μαξ Οφίλς. Ξεκίνησε να ασχολείται με τη σκηνοθεσία το 1940 συμμετέχοντας στη δημιουργία τεσσάρων κωμωδιών. Από την πρώτη κιόλας προσωπική ταινία του, "Τα παιδιά μας βλέπουν" ( I bambibi ci guardano, 1943) 1943 ένα πικρό σχόλιο επάνω στον τρόπο ζωής μιας μικροαστικής οικογένειας, φάνηκε το ρεαλιστικό ύφος που αργότερα θα γινόταν το σήμα κατατεθέν του δημιουργού. Στην πορεία μας έδωσε 4 αριστουργήματα του μεταπολεμικού ιταλικού κινηματογράφου. Τον "Κλέφτη ποδηλάτων, 1948" , ( Ladri di biciclette), το "Θαύμα στο Μιλάνο, 1951" , ( Miracolo A Milano) τον "Ουμπέρτο Ντ. 1952" ( Umberto D.) και το " Λούστρο παπουτσιών, 1946" ( Sciuscia).Με την ταινία 'Η Ατιμασμένη' (La Ciociara, 1960), βασισμένη στο μυθιστόρημα του Αλμπέρτο Μοράβια και με πρωταγωνίστρια τη Σοφία Λόρεν, έκλεισε η νεορεαλιστική περίοδος. Έπειτα, ο Βιτόριο ντε Σίκα σκηνοθέτησε κυρίως εμπορικές ταινίες όπως << Φιλουμένα Μαρτουράνο>> - 'Γάμος Αλά Ιταλικά'' (Matrimonio All' Italiana, 1964) βασισμένη στο θεατρικό του Εντουάρντο ντι Φιλίππο Φιλουμένα Μαρτουράνο. Ακόμα δύο ταινίες του, πάντως, κέρδισαν το βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξένης ταινίας: 'Χθες, σήμερα, αύριο' (Ieri, Oggi E Domani, 1963) και 'Ο κήπος των Φίντζι-Κοντίνι' (Il Giardino Dei Finzi Contini, 1970) που βασίζεται στο δημοφιλές μυθιστόρημα του Τζόρτζο Μπασάνι. Τελευταίες του ταινίες ήταν << Το ιντερμέντσο μιας παντρεμένης >> (Una Breve Vacanza, 1974) και το 'Τελευταίο ταξίδι>> (Il Viaggio, 1974). Πέθανε στο Παρίσι το ίδιο έτος, (1974) καταχρεωμένος εξαιτίας του πάθους του για τον τζόγο αφήνοντας μας όμως μια μεγάλη πολιτιστική κληρονομιά. Υπήρξε υποστηρικτής του Κομμουνιστικού κόμματος Ιταλίας.
Ο κινηματογραφιστής του Κλέφτη Ποδηλάτων
Μετά τον πόλεμο ο κινηματογραφιστής και κάμεραμαν Κάρλο Μοντουόρι, (Carlo Montuori) έπαιξε σημαντικό ρόλο στην εικαστική κουλτούρα του κινηματογραφικού ρεύματος του νεορεαλισμού. Για τον "Κλέφτη Ποδηλάτων" βραβεύτηκε με το ασημένιο μετάλλιο ( Italian National Syndicate of Film Journalists) για την εμπνευσμένη διεύθυνση φωτογραφίας. Πιο συγκεκριμένα, στο αριστούργημα του Βιττόριο ντε Σίκα η κάμερα του Κάρλο Μοντουόρι στρέφεται στον άνθρωπο, καταγράφει τις αγωνίες του, το φόβο του, τις ελπίδες, τις ματαιώσεις. Η ματιά του, ανθρωποκεντρική, χαρτογραφεί τον ανθρώπινο ψυχισμό, η εικόνα του είναι ηθικά ακέραιη, εκθέτει μόνο τα ανθρώπινα συναισθήματα τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή στο εστιατόριο όπου η κάμερα ως αποστασιοποιημένος μάρτυρας τονίζει την αντίθεση και την ταξική διαφορά μέσα από το απαξιωτικό βλέμμα του πλουσιόπαιδου απέναντι στο προλετάριο πιτσιρικά. Κάθε πλάνο έχει διάρκεια. Η πλοκή συνεχίζεται, ακόμη και όταν ο πρωταγωνιστής έχει αποχωρήσει από το πλάνο. Οι κομπάρσοι αποκτούν σημασία, γίνονται αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας, καθώς δημιουργούν την ατμόσφαιρα, το χώρο και το χρόνο. Η κινηματογράφηση των σκηνών γίνεται με φυσικό φωτισμό και ντεκόρ εξωτερικούς χώρους.
Κλέφτης ποδηλάτων
Στον κλέφτη ποδηλάτων, απλά γεγονότα όπως η αγωνιώδη προσπάθεια ενός οικογενειάρχη να ξαναβρεί το κλεμμένο ποδήλατο του, απαραίτητο εργαλείο για να κρατήσει τη δουλειά του, απέκτησαν μέσω του ρεύματος του νεορεαλισμού, οικουμενικό χαρακτήρα που ο Βιτοριο Ντε Σικα μαζί με την αριστουργηματική ανθρωποκεντρική φωτογραφία του Καρλο Μοντουόρι αποτύπωσαν μοναδικά στην κινηματογραφική οθόνη. Ο κινηματογραφικός φακός του Μοντoυόρι εγκατέλειψε τα στούντιο και άρχισε να καταγράφει το αστικό περιβάλλον και τη σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων που είναι έτοιμοι να κατασπαράξουν ο ένας του άλλον.
Σε καμία άλλη ταινία στην ιστορία του κινηματογράφου δεν έχει αποδοθεί με τόσο ιδιαίτερο και λεπτό τρόπο η σχέση πατέρα- γιου και το δέσιμο ανάμεσα τους. Ο σεβασμός και η εμπιστοσύνη που τους ενώνει προκαλεί δέος. Χαρακτηριστική είναι η σκηνή αντιπαράθεσης της συμπεριφοράς των δυο αγοριών που σε διαφορετικά τραπέζια, τρώνε στο εστιατόριο. Η κάμερα ως αποστασιοποιημένος μάρτυρας τονίζει την αντίθεση και την ταξική διαφορά μέσα από το απαξιωτικό βλέμμα του πλουσιόπαιδου απέναντι στο προλετάριο πιτσιρικά. Συγκρίνοντας τη με κάποια άλλη ταινία, βρίσκει κοινά σημεία με το << Η ζωή είναι ωραία>> ( La Vita e bella 1997) καθώς και με ταινίες του Charlie Chaplin με κυρίαρχη ιδέα την σχέση του παγκόσμιου κινηματογράφου με την παρουσίαση της πραγματικότητας με ρεαλιστικό και απλό τρόπο. Ο κλέφτης ποδηλάτων από την αρχή μέχρι το τέλος έχει πολλές ομοιότητες ανάμεσα στην μεταπολεμική Ιταλία και τη μετεμφυλιακή Ελλάδα. Τα ίδια άγχη και προβλήματα, οι ίδιες ανασφάλειες, τα γεμάτα αγωνία πρόσωπα και οι ίδιοι επιφυλακτικοί, καχύποπτοι άνθρωποι. Δεν ήταν τυχαίο το γεγονός ότι πολλές ελληνικές μετεμφυλιακές ταινίες εμπνεύστηκαν από το νεορεαλισμό.
Πληροφορίες
- Ιταλία (De Sica) 93’ A/M
- Γλώσσα: Ιταλική
- Σκηνοθεσία: Vittorio De Sica
- Σενάριο: Cesare Zavattini, Oreste Bancoli, Vittorio De Sica, Adolfo Franci, Gerando Guerieri, βασισμένο στο μυθιστόρημα του Ladri di biciclette του Luigi Bartolini
- Φωτογραφία: Carlo Montuori
- Μουσική: Alessandro Cicognini
- Υποψηφιότητα για όσκαρ: Cesare Zavattini (σεναρίου)
- Όσκαρ: Giuseppe Amato, Vittorio De Sica (τιμητικό βραβείο- καλύτερης ξενογλωσσης ταινίας)