Η βασισμένη σε αληθινή ιστορία του Hugh Glass (Di Caprio), ενός κυνηγού που βρίσκεται βαριά τραυματισμένος απο επίθεση αρκούδας και εγκαταλελειμμένος μετέπειτα από την ομάδα του.
Η βασισμένη σε αληθινή ιστορία του Hugh Glass (Di Caprio), ενός κυνηγού
που βρίσκεται βαριά τραυματισμένος απο επίθεση αρκούδας και εγκαταλελειμμένος μετέπειτα από την ομάδα του.
Ύστερα από το γεγονός ότι τον παράτησαν σε ένα εχθρικό περιβάλλον με δύσκολες καιρικές συνθήκες και τη δολοφονία του Ινδιάνου γίου του, κινητήριος δύναμή του, πλέον είναι η επιβίωση και η ακλόνητη θέληση να μπορέσει να υπερκεράσει τους κινδύνους. Στόχος του η ΕΚΔΙΚΗΣΗ.
Η ταινία του Alejandro G Inarritu The Revenant σηματοδοτεί την επιστροφή του σκηνοθέτη ύστερα από το περσινό οσκαρικό Birdman, αλλά και του διευθυντή φωτογραφίας Emmanuel Lubezki ο οποίος κρατάει στη βαλίτσα του, ήδη, δύο όσκαρ (Birdman & Gravity) θέτοντας σοβαρά και τρίτη υποψηφιότητα, φέτος, με την καταπληκτική δουλειά στο The Revenant.
Υποψήφιος είναι και ο Alejandro GInarritu, παρόλα αυτά θα είναι δύσκολο να δώσουν τα συντηρητικά μέλη της ακαδημίας 3ο σερί Όσκαρ σε Μεξικανό σκηνοθέτη. Μακάρι να μας διαψεύσουν!
Ο Alejandro G Inarritu έρχεται με φόρα από την τεχνική onetake του Birdman και αυτό είναι εμφανές από την πρώτη σκηνή μάχης, η οποία, εντυπωσιακά δίνει τον τόνο της ταινίας.
Είναι χαρακτηριστική η ε(πι)μμονή σ όλη την ταινία για τέτοιου είδους τεχνικές, κυρίως στις σκηνές μάχης, αλλά όπως στο Birdman έτσι και εδώ, λειτουργούν τελικά υπέρ της συνολικής αισθητικής.
Ενα ακόμη χαρακτηριστικό που συναντάμε είναι τα συνεχόμενα κοντινά πλάνα και η μόνιμη χρήση ευρυγώνιου φακού μέχρι και για τις λήψεις των τοπίων.
Σχετικά με αυτό ο Lubezki, δήλωσε πως κατέληξαν στη χρήση υπερ-ευρυγώνιων φακών γιατί ήθελαν να «ενσωματώσουν το περιβάλλον σε κάθε λήψη, και να δημιουργήσουν μια στενότερη σχέση περιβάλλοντος και θέματος». Γι αυτό το λόγο χρησιμοποίησε μια μεγάλου φορμά Arri Alexa 65 digital camera, με φάκους από12mm έως 21mm, αξιοποιώντας την με λήψεις πάνω από τηλεσκοπικούς γερανούς, σταθερούς, αλλά και στο χέρι.
Πριν ξεκινήσουν τα γυρίσματα είχαν συμφωνήσει σε τρία πράγματα. Να πραγματοποιήσουν τα γυρίσματα με τη χρονολογική σειρά της ταινίας, να χρησιμοποιήσουν πάλι το εφέ της μεγάλης μίας λήψης στις σκηνές, και να τραβήξουν αποκλειστικά με το φυσικό φως.
Το φυσικό φως τελικά τους διευκόλυνε, όπως δηλώσαν, και τους επέτρεψε να πειραματιστούν, ενώ όλες οι νυχτερινές λήψεις έγιναν αποκλειστικά με το φως φωτιάς, στο σούρουπο και λίγο μετά. Σκοπός τους ήταν να αποδώσουν όσο καλύτερα το άγριο χιονισμένο τοπίο, και να κάνουν την ταινία όσο γίνεται πιο φυσική και ρεαλιστική.
Όλη η ταινία έχει μια αρχέγονη αισθητική, σ αυτό βοηθούν τα φυσικά τοπία του Καναδά και οι "ωμές" ερμηνείες των πρωταγωνιστών (το πρώτο Όσκαρ στο Λιο, μάλλον, θεωρείται σίγουρο), που σίγουρα ανεβάζουν το πήχη της αισθητικής τής ταινίας. Η επιδέξια δουλεία που έχει γίνει στα κοντινά πλάνα, αντανακλά κάθε συναίσθημα στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών. Επίσης, σε κάθε σκηνή υπάρχει η προσμονή πως κάτι θα συμβεί και όντως συμβαίνει, επομένως οι 2 1/5 ώρες που διαρκεί κρατούν το ενδιαφέρον, αμείωτο.
Βασικό θέμα και οδηγός της όλης ιστορίας είναι η εκδίκηση, με κεντρική ιδέα πως «Ολοι είμαστε άγριοι», όπως χαρακτηριστικά γράφει μια ταμπέλα σε μια σκηνή.
Ωστόσο, πέρα απο το όλο τεχνικό στήσιμο, υποβόσκει μια πνευματικότητα σε όλη την ταινία, κυρίως για τη σχέση ανθρώπου φύσης -είναι μια μάνα που προστατεύει την Ινδιάνικη κατασκήνωση, ένας όμορφος παραλληρισμός για τη μάνα γη-, μα και της προσωπικής πνευματικής αναγέννησης του πρωταγωνιστή από την επιβίωσή του ύστερα από επίθεση αρκούδας.
(Η σκηνή επίθεσης είναι απλά καταπληκτική, γυρισμένη με τέτοιο συγχρονισμό και λεπτομέρεια, η οποία φαντάζει σαν μια άγρια χορευτική ενορχήστρωση.)
Μέσα από ονειρικές καταστάσεις που περιλαμβάνουν την εμφάνιση της νεκρής Ινδιάνας γυναίκας του και του γιου του, το μυαλό του πρωταγωνιστή ακροβατεί ανάμεσα στη ζωή και στο θάνατο μέσα από μια σειρά πανέμορφων σουρεαλιστικών εικόνων.
Αλλά και η υπόλοιπη ταινία αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στην ωμή άγρια πραγματικότητα και σε λήψεις πιο ποιητικού και ονειρικού ύφους, υποδηλώνοντας μια συνεχόμενη αναγέννηση.
Ακόμα και οι ανάσες, λόγο των αντίξοων καιρικών συνθηκών που πραγματοποιήθηκαν τα γυρίσματα, χρησιμοποιούνται για να αποδώσουν τα πιο -μη- πραγματικά κάδρα, τα οποία αρκετές φορές επίτηδες "γέρνουν".
Η ταινία μπορεί να μην εμβαθύνει και να μη ξεπερνάει το άριστο τεχνικό και αισθητικό μέρος, αλλά μας αποζημειώνει τουλάχιστον μέσα από τις καλογυρισμένες σκηνές.
Ο Alejandro G Inarritu αποδεικνύεται άριστος τεχνίτης αλλά χαραμίζει το ταλέντο του στο πώς να εντυπωσιάσει το μάτι και όχι στο πως να προβληματίσει το μυάλο του θεατή. Θέτει όλους τους περιορισμούς και κοιτάζει απο απόσταση και με διπλωματία, τα σοβαρά θέματα που θίγει η ταινία του (η ανελέητη πολιτική των Aμερικανών ενάντια στους Iνδιάνους, καταπατήση της γης, ανθρώπινα ένστικτα). Δεν είναι ο σκηνοθέτης που θα ξεπεράσει την επιφάνεια και θα χρησιμοποιήσει τις τεχνικές αρετές του, για να πεί κάτι πέρα απο το εμφανές (όπως αντίστοιχα έκανε ο Κιούμπρικ).
ʼπο την άλλη, η δουλεία που κάνει ο Lubezki στη κινηματογράφηση είναι απλά καταπληκτική, δικαίως, είναι προτεινόμενος για Όσκαρ φωτογραφίας, τουλάχιστον για όσους παρακολουθούν ακόμα τον θεσμό αυτό.
Οι υπόλοιποι θα αρκούνται πάντα στις όμορφες εικόνες που μας χαρίζει.
The Revenant - Η Επιστροφή
Παραγωγή: 2015
Είδος Ταινίας: Adventure, Drama
Σκηνοθέτης: Alejandro González Iñárritu
Διευθυντής φωτογραφίας:¨Emmanuel Lubezki
Διάρκεια: 156 λεπτά
Ηθοποιοί: Leonardo DiCaprio,Tom Hardy, Domhnall Gleeson
Διανομή: ODEON
__________________________________________________________________
Κείμενο: Τόλης Χατζηγνατίου
The Soundtrack for writing this: The Revenant OST