-Ήξερα με σιγουριά μόνο ότι ήμουν ένα με το φως. Είχα όμως μνήμη και ενεργοποιώντας τη, μπορούσα να συνδιάσω και να φανταστώ. Σκέφτηκα πως θα ήταν αδύνατον να μην έχω κάποια βαρύτητα σαν ον με σκέψη, ανάσα και ψυχή.
ΤΟ ΠΛΥΝΤΗΡΙΟ (Μέρος 5)
Ήταν και κάτι ακόμη που δεν είχα καθόλου χρόνο να φανταστώ. Πώς να έμοιαζα άραγε; Η αλήθεια είναι ότι δεν ήταν καθόλου εύκολο να καθορίσω τη μορφή μου σύμφωνα με τα όσα γνώριζα για την κατάστασή μου. Ήξερα με σιγουριά μόνο ότι ήμουν ένα με το φως. Είχα όμως μνήμη και ενεργοποιώντας τη, μπορούσα να συνδιάσω και να φανταστώ. Σκέφτηκα πως θα ήταν αδύνατον να μην έχω κάποια βαρύτητα σαν ον με σκέψη, ανάσα και ψυχή. Είναι βέβαια γεγονός ότι δεν ήξερα αν ίσχυε ο ίδιος νόμος της βαρύτητας που είχα υπόψη, αλλά έπρεπε οπωσδήποτε απο κάπου να ξεκινήσω τις υποθέσεις. Από το κέντρο του χώρου λοιπόν όπου είχα εξαυλωθεί, υπέθεσα ότι λόγω της βαρύτητας, ακόμη κι αν αυτή ήταν ελάχιστη, πρέπει λογικά να είχα αρχίσει να πέφτω. Κάποια στιγμή δε μπορεί παρά να έφτασα στο πάτωμα. Φαντάστηκα αυτήν την πίεση που ένοιωθα όσο έμενα ακίνητος, σαν την πίεση που δέχεται μια σαπουνόφουσκα όταν αγγίζει μιαν επιφάνεια. Πιέζεται όλο και περισσότερο, όλο και περισσότερο μέχρι να εκραγεί. Σίγουρα όμως δεν ήταν αυτή η δικιά μου περίπτωση. Δεν είχα σπάσει. Καθώς το φαντάστηκα αυτό, η πίεση άρχισε αυτόματα να ελαττώνεται κι εγώ άρχισα πλέον ν’ αναγνωρίζω τις αντοχές μου. Ευτυχώς δηλαδή που ήμουν άυλος, διαφορετικά σίγουρα θα είχα διαλυθεί από την αρχή σα φούσκα. Με κάποιον ανεξήγητο τρόπο έδωσα ώθηση κι έτσι βρέθηκα και πάλι σε κίνηση. Είχα αρχίσει προφανώς να βάζω σ’ εφαρμογή τη θέλησή μου.
Μπορούσα ακόμη να προσδιορίσω, έστω κι αυθαίρετα, ότι η κίνησή μου πρέπει να ήταν εξαιρετικά αργή. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένοιωσα ξανά την πίεση της πτώσης. Μα πότε επιτέλους θα μάθαινα να μην υπολογίζω πιά; Πότε θα έπαυε να με κυβερνά αυτή η ακαταμάχητη σκέψη; Πότε θα έσβηνε αυτή η πανισχυρη μνήμη που με καθοδηγούσε να θέλω διαρκώς να γνωρίζω για χάρη της; Αρκετά. Έσβησα τη σκέψη, έδωσα και πάλι ώθηση και ... ναι! ʼρχισα και πάλι να κινούμαι.
Το γεγονός ότι μπορούσα πια να διαχωρίσω τη διαφορά μεταξύ πτώσης και ανόδου, παραλίγο να με οδηγήσει και πάλι σε νέα πτώση, αλλά για να συμβεί αυτό, έπρεπε να προστεθεί στη σκέψη αυτή και μια επόμενη, η οποία όμως ήταν και απο τις τελευταίες σκέψεις που υπήρξαν σε ότι αφορούσε στο θέμα της αναγνώρισης της ποιότητας μου μέσω της συμπεριφοράς μου. Το μόνο σίγουρο πάντως ήταν ότι δεν υπήρχε άνοδος που να μην ακολουθείται απο πτώση, αλλά και το αντίθετο. Επομένως δεν είχε νόημα να επιμένω ν’ αντιστέκομαι στην πτώση. Αρκούσε ν’ αφήνομαι να πέφτω ελεύθερα κι έπειτα να δίνω λίγη ώθηση ν’ ανέλθω. Έτσι άρχισα να γίνομαι δεκτικός προς τη μάθηση. Πάνω απ’ όλα έμαθα ν’ αντέχω τις πιέσεις. Αυτές ήτανε πάντα οι πιο οδυνηρές. Θα μπορούσα να τις χαρακτηρίσω σαν περιόδους αναγκαστικής στασιμότητας μέσα στις αλλαγές. Έμαθα ακόμη σιγά σιγά ν’ αλλάζω κατεύθυνση. Το σημαντικότερο όμως πράγμα που θεωρώ ότι έμαθα, ήταν να σέβομαι τις αλλαγές.
Από τη χαρά μου όταν κάποια στιγμή κατάλαβα ότι οδηγήθηκα σε τοίχο – το κατάλαβα αυτό λόγω της διαφορετικής πίεσης που ένοιωσα – γνώρισα και την πιο μεγαλειώδη μου πτώση. Ευτυχώς όμως ήταν αυτή και η απόδειξη ότι βρίσκομουν ακόμη στον ίδιο εκείνο χώρο που θυμόμουν. Ήμουν ακόμη μέσα στον τεράστιο λευκό θάλαμο. Προφανώς όλα εκεί μέσα παρέμεναν ίδια όπως και πριν. Μονάχα εγώ είχα αλλάξει ριζικά. Είχα απομείνει μέγας ελάχιστος που ακόμη υπολόγιζε σε μια μικρή σκιά επιβεβαίωσης.
Το ότι υπήρχα το ήξερα με σιγουριά. Το ότι διαρκώς συνέλεγα μνήμες απο κάθε μου βίωμα, το είχα κι αυτό αντιληφθεί. Πως θα μπορούσε να μην υπάρχει νόημα λοιπόν; Αν δεν υπήρχε νόημα δεν θα είχα ούτε εγώ ο ίδιος νόημα. Σε μια τέτοια περίπτωση δεν θα υπήρχε κανένας λόγος να έχω σκέψεις.
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)