Η μόρφωση
ή η σχεδόν ταυτόσημη έννοια της καλλιέργειας, είναι η διαδικασία μιας πνευματικής αναζήτησης και η ανάγκη μιας διανοητικής περιπέτειας. Και είναι πάντοτε προσωπική.
Η μόρφωση γεννάει συχνά (ειδικά στους νέους) ένα αίσθημα άγχους, πιθανώς εξαιτίας της σημασίας που υποκριτικά η κοινωνία της αποδίδει και του πλήθους των γνώσεων που νομίζεται πως πρέπει να τη συνοδεύουν. Αυτή η αντίληψη μετατοπίζει το βάρος της μόρφωσης στη συλλογή γνώσεων και μεταμορφώνει τον φορέα της σε δοχείο μνήμης, γεγονότων, αναφορών και πληροφοριών.
Αν, όμως,
αποπειραθούμε να βασιστούμε σε αρχές διαφορετικές, από αυτές που συνήθως προβάλλονται από τους «φανατικούς» της μόρφωσης, όπως λόγου χάριν:Ότι οι γνώσεις είναι ατελεύτητες και απειράριθμες, έτσι ώστε και ο πιο μορφωμένος άνθρωπος να κατακτάει ένα πολύ μικρό ποσοστό τους.Ότι όλοι έχουν δικαίωμα να δοκιμάσουν την τύχη τους σε πολλούς και διαφορετικούς γνωστικούς χώρους, χωρίς την απειλή του «ερασιτεχνισμού», της «αντιεπιστημονικότητας» και της «μη εξειδίκευσης».Ότι στον κόσμο της γνώσης και της μόρφωσης μπαίνεις από μια πόρτα (ίσως για τον καθένα διαφορετική), που σε οδηγεί σιγά-σιγά σε άλλες μισάνοιχτες, που μέχρι τότε ούτε τις υποπτευόσουν.Ότι ο στόχος της μόρφωσης δεν μπορεί να είναι άλλος από την απόλαυση. Απόλαυση να αντιλαμβάνεσαι, να εννοείς, να αναρωτιέσαι, να ψάχνεις, να θαυμάζεις και εν τέλει να δημιουργείς.Ότι η μόρφωση δεν ανέχεται ανειλικρινείς προθέσεις από άτομα που θέλουν να την χρησιμοποιήσουν για άλλους, έξω από αυτήν, σκοπούς. Ότι η μόρφωση γεννιέται μέσα στην επιθυμία, που φέρνει η έλλειψή της και πεθαίνει μέσα στην καταπίεση, που συνεπάγεται η επιβολή της. Ότι η μόρφωση ανθίζει με την αλληλοκάλυψη και ώσμωση των γνωστικών χώρων, σε συνδυασμό με τις εμπειρίες ζωής, και πάντως με όρια ανοικτά και ελεύθερα στο άγνωστο. Και, αντίθετα, ασφυκτιά, όταν της ορισθούν αυστηρές περιοχές γνώσης και της αφαιρεθεί το οξυγόνο της ζωής. Ότι στη διαδικασία της μόρφωσης οι δάσκαλοι μάς είναι απαραίτητοι, γιατί εξασφαλίζουν την έννοια της συνέχειας και μας προτείνουν μεθόδους αναζήτησης. Μόνο που η σημασία τους απαιτεί την ελεύθερη από μας επιλογή τους, ώστε η διαδικασία της αναζήτησης να μη σκιάζεται από χρονοβόρες και περιττές αμφισβητήσεις.
Τότε,
ίσως ευτυχήσουμε να καταλάβουμε, ότι το πιο σημαντικό είναι να βρούμε την άκρη του νήματος, που θα μας οδηγήσει στον δρόμο αυτής της περιέργειας και της απόλαυσης. Και από κει και πέρα να αρχίσουμε το κτίσιμο τής δικής μας προσωπικής μορφωτικής διαδρομής. Όπου το επόμενο βήμα αποτελεί επιλογή τής προηγούμενης επιλογής, ώστε το σύνολο αυτών των επιλογών να πάψει από ένα σημείο και ύστερα να αποτελεί σύνολο γνώσεων και να γίνεται δικό μας εύρημα δική μας ανακάλυψη.
Η Εκπαίδευση,
όπως αυτή μεταφέρεται μέσω των τριών καθιερωμένων βαθμίδων της, μικρή σχέση έχει με την μόρφωση, κάτω από μια τέτοια θεώρηση. Κι αν η μνήμη μας μπορεί να επικαλεσθεί μερικές φωτεινές εξαιρέσεις, αυτές οφείλονται πάντοτε στην παρουσία λίγων δασκάλων, που μας κίνησαν τον θαυμασμό και την περιέργεια για κάτι, ανοίγοντάς μας έτσι την πόρτα της πνευματικής απόλαυσης και της κριτικής σκέψης. Η επίσημη παιδεία (κρατική ή οικογενειακή, σχολική ή παρασχολική) έχει πλέον ως μοναδικό στόχο την επαγγελματική αποκατάσταση. Την (εξασφαλισμένη) καριέρα. Με συνέπεια την απόλυτη εξειδίκευση, τη συλλογή γνώσεων σε περιορισμένες περιοχές, την απομάκρυνση από το όλον προς όφελος του μέρους και, το χειρότερο, την τοποθέτηση τής μόρφωσης εξ απαλών ονύχων σε ανταγωνιστική βάση. Οι νέοι, που είναι οι τελευταίοι υπεύθυνοι γι’ αυτή την εδραιωμένη αντίληψη, ανάγουν το άγχος της επαγγελματικής αποκατάστασης σε συνδυασμό με τον αναμφισβήτητα υπαρκτό κίνδυνο ανεργίας, σε απόλυτο ρυθμιστή της συμπεριφοράς τους, σε ό,τι έχει σχέση με τη γνώση, την παιδεία, τη μόρφωση. Οι γονείς, που, συνήθως, ιδιοποιούμενοι τα προβλήματα των παιδιών τους τα οξύνουν, συμβάλλουν στο αίσθημα πανικού, που το άγνωστο μέλλον έτσι κι αλλιώς γεννάει.
Αν, όμως,
αποπειραθούμε και πάλι να βασιστούμε σε σκέψεις, που βρίσκονται πέρα από τον συνηθισμένο τρόπο αντιμετώπισης των
προβλημάτων, όπως λόγου χάριν:
Ότι είναι λάθος η ταύτιση μόρφωσης και επαγγέλματος.
Ότι η πραγματική θωράκιση απέναντι στη ζωή, αυτή που σε βοηθάει να χειριστείς τις αντιξοότητες αποτελεσματικότερα, είναι η μόρφωση στην ευρύτερη της έννοια και μάλιστα με γνώμονα τις ιδιαιτερότητες, τις ικανότητες και τις προτιμήσεις κάθε ατόμου.
Ότι κανένα πτυχίο ή εξειδικευμένη επαγγελματική γνώση δεν εξασφαλίζει θέση εργασίας σε μια κοινωνία που ανά πενταετία αλλάζει οικονομικούς προσανατολισμούς.
Ότι η ανεργία, όπως έχει αποδείξει το παράδειγμα των προηγμένων χωρών, χτυπάει, πολύ πιο συχνά και σκληρά, άτομα μέσης ηλικίας, που, παρόλο που διαθέτουν επαγγελματική κατάρτιση και πείρα, δεν μπορούν να προσελκύσουν πλέον επενδύσεις πάνω στο βραχύ επαγγελματικό τους μέλλον.
Ότι κανένας δεν μπορεί να είναι πλέον δεμένος δια βίου με ένα μοναδικό επάγγελμα και μάλιστα στον ίδιο τόπο, αλλά πρέπει να βλέπει τον βιοπορισμό σαν σειρά ποικίλων επιλογών (αντικειμένων και τόπων) μέσα στη διάρκεια τής ζωής και μέσα στα όρια της γης. Επιλογές που διευκολύνονται από το αίσθημα ελευθερίας που πρέπει να χαρακτηρίζει τον καθένα μας και που μόνον μέσα από μια πλατιά μόρφωση μπορεί να προκύψει.
Ό,τι η επιλογή μιας επαγγελματικής απασχόλησης είναι προτιμότερο να γίνεται με γνώμονα την προσωπική επιθυμία, παρά την κατοχύρωση και εξασφάλισή της, που έτσι κι αλλιώς θα είναι πάντοτε αμφίβολες.
Ότι η απουσία ουμανιστικής παιδείας και γενικών γνώσεων, αφαιρεί από τον επαγγελματία περισσότερα από όσα του προσφέρει η εξειδίκευσή του.
Ότι ακόμα και μια καθαρά τεχνική παιδεία πρέπει να αντιμετωπίζεται σαν μια γενική παιδεία που μορφώνει πνευματικά, και όχι σαν άδεια ασκήσεως συγκεκριμένου επιτηδεύματος.
Ότι η συλλογή πτυχίων και μεταπτυχιακών τίτλων δεν έχει τέλος, αφού οδηγεί σε περαιτέρω εξειδικεύσεις, στενεύοντας τον ορίζοντά μας, ενώ από την άλλη δεν μας κατοχυρώνει, αφού κάθε χρόνο αυξάνουν οι τυπικές απαιτήσεις και όλο και περισσότεροι εξασφαλίζουν ένα πτυχίο που λίγο πριν ήταν σπάνιο.
Τότε,
ίσως να ευτυχούσαμε να αντιληφθούμε ότι η εκπαίδευση αποτελεί την πρώτη βαθμίδα για την είσοδο μας στην περιπέτεια της μόρφωσης. Ότι μας διδάσκει πειθαρχία, μέθοδο και τρόπους προσέγγισης του γνωστικού χώρου εν γένει. Ότι μας ανοίγει τις πόρτες πολλών επαγγελματικών χώρων, γιατί μας δίνει βάσεις να στηρίξου με τις σταδιακές μας εξειδικεύσεις. Ότι πρέπει να δεχτούμε την παιδεία σαν κάτι που διαρκεί λίγο, ώστε να μας επιτραπεί η γεύση των εμπειριών και απολαύσεων της ζωής νωρίτερα, ή σαν κάτι που διαρκεί δια βίου, ώστε να την μετατρέψουμε σε εργαλείο διαρκούς αναζήτησης, από εγχειρίδιο επαγγελματικής χρήσεως που θεωρείται σήμερα.
Αυτό το τελευταίο φαίνεται να γίνεται ευρύτερα δεκτό από άτομα λίγο μεγαλύτερης ηλικίας, που θέλουν να γευτούν ξανά τ χαρά τής εκπαίδευσης συμμετέχοντας σε σχολές και σεμινάρια. Με επιλογές όμως πιο προσωπικές και λιγότερο βεβιασμένες από αυτές που πρυτάνευσαν στη νεανική τους εκπαιδευτική περίοδο. Γιατί τώρα πια γνωρίζουν ότι γεμίζεις τα κενά, όταν αντιληφθείς ότι υπάρχουν, και μόνον όταν το θέλεις.
Γι’ αυτούς η εκπαίδευση μπορεί να οδηγήσει σε επαγγελματική ενασχόληση. Όχι όμως κατ’ ανάγκην. Ενώ σχεδόν αναπόδραστα θα αποτελέσει την αρχή μιας νέας προσωπικής κατεύθυνσης. Βρίσκονται δηλαδή, πιο κοντά στο πραγματικό περιεχόμενο της μόρφωσης. Είναι γι’ αυτό πιθανόν ότι, όσο επαγγελματικοποιείται και εξειδικεύεται η σχολική και μετασχολική παιδεία, τόσο θα αυξάνει το ποσοστό των αεί παιδευομένων, των ώριμων μαθητών.
Η Φωτογραφία,
ίσως περισσότερο από τις άλλες τέχνες λόγω μικρότερης ιστορίας, ζει τη σύγχυση ανάμεσα στον απλό τεχνίτη και στον δημιουργό καλλιτέχνη. Η σύγχυση αυτή είναι για όλες τις τέχνες εντονότερη στην εποχή μας, μιας και για λόγους κυρίως οικονομικούς, η καθημερινότητα, το εμπορικό προϊόν και το πνευματικό υποπροϊόν διεκδικούν, για να υπάρξουν και να πουληθούν, το χρίσμα της τέχνης. Η σύγχυση αυτή επεκτείνεται και στον χώρο της φωτογραφικής παιδείας, όπου η διδασκαλία της φωτογραφικής τεχνικής πρέπει να υπηρετεί ταυτόχρονα την εφαρμοσμένη / επαγγελματική /εμπορική φωτογραφία και το μη χρηστικό αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής φωτογραφικής δημιουργίας. Η εκπαίδευση, άλλωστε, αισθάνεται πιο σίγουρη, όταν διδάσκει τεχνική, κάτι δηλαδή χειροπιαστό, και μάλιστα με χρηστικό στόχο τη χρησιμοποίησή της στην άσκηση ενός επαγγέλματος. Έτσι, όλοι (γονείς, μαθητές, διδάσκοντες, κοινωνία) αισθάνονται ότι τίποτα δεν πάει χαμένο και, κυρίως ο χρόνος και το χρήμα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι στον ιδιωτικό τομέα, εκεί δηλαδή όπου η προσφορά προσαρμόζεται αμεσότερα στη ζήτηση, δεν ανθούν οι καλλιτεχνικές σχολές, αφού δεν μπορούν να υποσχεθούν επαγγελματικούς παραδείσους. Οι σχολές καλών τεχνών (αλλά και οι φιλοσοφικές σχολές) αποτελούν προνόμιο του κράτους.
Τρεις κατευθύνσεις
πήρε η φωτογραφική παιδεία από τα πρώτα της αποφασιστικά βήματα, δηλαδή από την δεκαετία του ’60 στην Αμερική, όταν άρχιζαν να εμφανίζονται σαν μανιτάρια οι σχολές και τα τμήματα φωτογραφίας. Η πρώτη και πιο προφανής, ήταν η τεχνική παραγωγή της. Η δεύτερη, το περιεχόμενο των πληροφοριών της ως μέσου επικοινωνίας. Η τρίτη, η καλλιτεχνική της δυνατότητα. Τις τρεις αυτές κατευθύνσεις υπηρέτησαν συνήθως διαφορετικές κατηγορίες προσώπων που τους συνέδεε όμως τις περισσότερες φορές ένα κοινό άγχος και μια κοινή επιθυμία. Να δώσουν στη φωτογραφία τίτλους ευγενείας, καθώς και βάρος και σημασία, ώστε ισάξια να ανταγωνιστεί χώρους με μεγαλύτερη παράδοση, εδραιωμένους από αιώνες στη συνείδηση του κοινού και με σημαντική και αναμφισβήτητη θέση στον γνωστικό και πνευματικό ορίζοντα.
Η πρόθεση ήταν ευγενής, αν και έκρυβε έναν συμπλεγματικό επαρχιωτισμό. Της διέφυγε όμως ότι το κύριο χαρακτηριστικό της φωτογραφίας, που της προσδίδει την επαναστατική της ιδιαιτερότητα, είναι ακριβώς αυτή η τεχνική της ευκολία και η φτωχή της παρουσία. Η παραγωγή μιας φωτογραφίας βρίσκεται στα όρια των δυνατοτήτων κάθε ανθρώπου στοιχειώδους ευφυΐας και παράγει αποτελέσματα ικανά να γίνουν αντιληπτά (με διαφορετικό έστω επίπεδο αποδοχής) από τον ίδιο αυτόν άνθρωπο. Η φωτογραφία όμως δεν προξενεί συνήθως θαυμασμό ως τεχνικό επίτευγμα, αφού όλοι είναι εξοικειωμένοι με τον τρόπο παραγωγής της, αλλά μάλλον ως πνευματικό έργο. Μόνο που, για να υπάρξει πνευματικότητα στην παραγωγή ή στη πρόσληψη τού έργου αυτού, απαιτείται κυρίως (όπως και σε κάθε άλλη δραστηριότητα) ένα πνευματικό άτομο. Κάτι που δυστυχώς πολλοί δάσκαλοι και των τριών παραπάνω κατηγοριών προτιμούν να ξεχνούν.
Οι δάσκαλοι της πρώτης κατηγορίας
προήλθαν κυρίως από τον χώρο τής επαγγελματικής φωτογραφίας. Της δημοσιογραφίας παλαιότερα και σήμερα κυρίως της διαφήμισης και της μόδας. Ήταν εμπειρικοί γνώστες μιας τεχνικής. Η εύλογη, αν και άστοχη, επιθυμία να προσδώσουν αίγλη στον ρόλο τους, τους έκανε να θεωρητικοποιήσουν την κλασικά απλή και πρακτική τεχνική της φωτογραφίας και να την οδηγήσουν σε περιοχές επιστημονικής βαρύτητας. Ουδέποτε όμως το ράσο έκανε τον παπά, κι έτσι οι φωτογράφοι αυτοί εξακολουθούν να σπαταλούν χρόνο σε κάτι που μπορεί να δικαιολογεί τα έτη σπουδών, αλλά δεν αλλάζει τη φύση του φωτογραφικού μέσου, ούτε οδηγεί σε ουσιαστική κατανόηση τής λειτουργίας του. Η εκμάθηση τύπων της χημείας και της φυσικής είναι το ίδιο περιττή για τη φωτογραφική πρακτική με την γνώση της ηλεκτρονικής για τον χειρισμό των υπολογιστών.
Οι δάσκαλοι της δεύτερης κατηγορίας
δεν είναι φαινόμενο μόνον της φωτογραφικής παιδείας, αλλά γενικότερα απαραίτητο καρύκευμα της εκπαίδευσης από την περασμένη δεκαετία. Οι σημειολόγοι και οι επικοινωνιολόγοι επέβαλαν την παρουσία τους προσδίδοντας στον ρόλο τους (και αυτοί με τη σειρά τους) μια βαρύτητα που πηγάζει από τον συνδυασμό αστήρικτων «επιστημονικών» ισχυρισμών και κρυπτόμενης «εξ αποκαλύψεως» αλήθειας. Έτσι, κάτι που θα μπορούσε να είναι μια απλή επιβοηθητική κριτική σκέψη, μετετράπη σε αδιαμφισβήτητο θεωρητικό εργαλείο ερμηνείας των φωτογραφικών εικόνων. Η αγωνία των νέων (ίσως και των γονέων τους) για το «ευτελές» τού μέσου, που επέλεξαν, καθησυχάζεται έτσι με την επιστημοσύνη της τεχνικής και του μηνύματος του.
Οι δάσκαλοι της τρίτης κατηγορίας
οφείλουν την ύπαρξή τους στη φήμη τής φωτογραφίας (και) ως καλλιτεχνικού μέσου. Φήμη που δεν φαίνεται να έχει πείσει τους υπηρέτες της (μια και συχνά θεώρησαν την περίοδο της φωτογραφικής ιστορίας μέχρι και τη δεκαετία του 70 απλώς σαν ιστορική και προ-καλλιτεχνική), που οδήγησε όμως παρόλα αυτά τις σχολές σε υιοθέτηση (και) μιας καλλιτεχνικής κατεύθυνσης. Φαίνεται όμως ότι και στην περίπτωση αυτή κατίσχυσε ο φόβος για την προφανή ευκολία της φωτογραφικής εικόνας και το σύμπλεγμα του «φτωχού συγγενή» μπροστά αφενός στις καταξιωμένες τέχνες και αφετέρου στις φωτογραφίες, που οι ίδιοι φωτογράφοι δεν είναι σε θέση να εκτιμήσουν ως καλλιτεχνικές μέσα στην ιδιαιτερότητά τους.
Συχνά, ευτυχώς όχι πάντα, για την κάλυψη των διδακτικών θέσεων αυτής τής κατηγορίας χρησιμοποιήθηκαν είτε εικαστικοί δημιουργοί είτε άτομα αποκλειστικά εικαστικής παιδείας. Τα οποία προφανώς είχαν από ανύπαρκτη έως μικρή γνώση και εκτίμηση της φωτογραφικής παραγωγής. Αλλά και οι περισσότεροι από αυτούς που, προερχόμενοι από πιο αμιγώς φωτογραφικούς χώρους, κάλυψαν αυτές τις θέσεις, διακατέχονται από το μόνιμο εσωτερικό σύμπλεγμα αμφισβήτησης της φωτογραφικής αμεσότητας και ευκολίας. Με αυτόν τον τριπλό διδακτικό συνδυασμό οι σχολές φωτογραφίας διδάσκουν το τι κρύβεται πίσω από το τεχνικό μέρος της παραγωγής της, το τί κρύβεται πίσω από την επιφάνεια που απεικονίζεται, και το πώς αυτή η επιφάνεια θα μετατραπεί σε εικαστικό αντικείμενο. Τις περισσότερες φορές απώτερος στόχος ορίζεται η «πώληση», είτε του «πολύτιμου» αυτού αντικειμένου, είτε του κρυμμένου (αλλά επιμελώς φανερού) μηνύματος. Ο επίδοξος φωτογράφος διδάσκεται πώς θα φτιάξει κάτι και τί πρέπει να λέει αυτό, ώστε να αποκτήσει αξία στην εμπορική ή εμπορικο-καλλιτεχνική αγορά.
Κάτω από τη λογική της καθιερωμένης εκπαίδευσης, όπως αυτή παρουσιάστηκε πιο πάνω, ένα τέτοιο σχήμα είναι σωστό. Προσφέρει εξηγήσεις σε όλα, προετοιμάζει για επαγγελματική καριέρα και επιτρέπει στη φωτογραφία να διεκδικήσει ακόμα
και πανεπιστημιακή καταξίωση.
Αν, όμως,
αποπειραθούμε (για μια ακόμα φορά) να δεχθούμε λίγες διαπιστώσεις, που ξεφεύγουν από την καθιερωμένη παραπάνω τοποθέτηση, όπως λόγου χάριν:
Ότι την τεχνική της φωτογραφίας μπορούμε να τη μάθουμε και μόνοι μας και ότι χρειαζόμαστε έναν δάσκαλο απλώς για να μας δείξει μονοπάτια, που κόβουν δρόμο και να κάνει την εύκολη τεχνική λίγο πιο εύκολη και όχι αρκετά πιο δύσκολη.
Ότι για την επαγγελματική φωτογραφία θα χρειαζόμασταν λίγο περισσότερη πρακτική εξάσκηση (γιατί η εξειδικευμένη τεχνική μαθαίνεται μόνον μέσα στη δουλειά) και αρκετά λιγότερη ανάλυση του παιδαριώδους απλοϊκού περιεχομένου που απαιτεί η εμπορική εφαρμογή.
Ότι το μόνο που μπορεί να κάνει έναν φωτογράφο επαγγελματία καλύτερο είναι αρετές που δεν διδάσκονται, ή που θα αρκούσε το πολύ μία ώρα για να αναφερθούν. Όπως η συνέπεια, ο σεβασμός του πελάτη, ο σεβασμός του εαυτού μας, η επιμέλεια, η κοινωνικότητα και η σταθερότητα.
Ότι δεν υπάρχει μεγαλύτερο σφάλμα από το να επιδιώκουμε να είμαστε παράλληλα ικανοποιημένοι ως επαγγελματίες και ως καλλιτέχνες μέσα από την ίδια δουλειά. Έτσι προδίδουμε τον πελάτη, τον εαυτό μας και το κοινό. Η ικανοποίηση του επαγγελματία περνάει μέσα από την ικανοποίηση του πελάτη. Το μόνο που πρέπει να καλύπτει ταυτόχρονα και τους δύο είναι ο σεβασμός. Αν ο σεβασμός προς τον πελάτη πλήττει τον σεβασμό προς τον εαυτό μας, τότε χρειάζεται αναθεώρηση της δουλειάς μας.
Ότι η επαφή με έναν δάσκαλο που μας ταιριάζει είναι συχνά αρκετή, ακόμα κι αν είναι σύντομη, να μας οδηγήσει στην αρχή του δρόμου της προσωπικής φωτογραφικής αναζήτησης.
Ότι η φωτογραφία εκτός από επάγγελμα, εκτός από καλλιτεχνική έκφραση, είναι και ένα μέσον να μάθουμε να κοιτάμε, να ανακαλύπτουμε την ισορροπία στον κόσμο, και να ζυγίζουμε τη δημιουργική μας επιθυμία και ικανότητα.
Ότι όσο πιο απλό είναι το εργαλείο, και όσο ευκολότερη η χρήση του, τόσο μεγαλύτερες είναι οι απαιτήσεις για ευρύτητα καλλιέργειας και ποιότητα κριτικής αντίληψης, ώστε το αποτέλεσμα να σφραγίζεται από αυτές και να διακρίνονται έτσι εκείνοι που έχουν κάτι να πουν (και ξέρουν και πώς να το πουν), από αυτούς που απλώς υποκρίνονται. Κι αυτό ισχύει σήμερα για τους ποιητές και τους φωτογράφους, αλλά και για τους πολιτικούς, τους δημοσιογράφους, τους διαφημιστές και τόσους πολλούς ακόμα που ρυθμίζουν και ταλαιπωρούν τη ζωή μας.
Ότι η ευρύτητα της μόρφωσης είναι απαραίτητη για τον επαγγελματία, όσο και για τον καλλιτέχνη, και μάλιστα σε μια εποχή κατά την οποία όσο αυξάνει η απαίτηση να χαρακτηρίζονται όλοι οι επαγγελματίες «καλλιτέχνες» ή «λειτουργοί»,τόσο μειώνεται το ποσοστό των πνευματικών και ηθικών ερεισμάτων τους.
Τότε,
ίσως να ευτυχούσαμε να απολαύσουμε μια νέα γενιά μαθητών φωτογραφίας, που θα ήξεραν να απαιτούν αυτά που τους λείπουν. Που θα αναζητούσαν τη βαθύτερη και ευρύτερη μόρφωση. Που θα σεβόντουσαν και θα αγαπούσαν την ιδιαιτερότητα της φωτογραφίας. Που θα εκμεταλλευόντουσαν τη φωτογραφική παιδεία σαν ένα κατώφλι της μόρφωσης, στην οποίαν καλούνται να αφεθούν (και την οποία ποτέ δεν θα κατακτήσουν). Που θα δεχόντουσαν ότι το φωτογραφικό τους μέλλον μπορεί να είναι το επάγγελμα ή η καλλιτεχνία ή και τίποτα περισσότερο από την υπηρεσία μιας πνευματικής πειθαρχίας. Που θα καταλάβαιναν, επιτέλους, τον Walker Evans, όταν προέτρεπε τους μαθητές φωτογραφίας να έχουν μια καλλιεργημένη ζωή, γιατί κάτι τέτοιο θα φαινόταν, χωρίς άλλο, και στις φωτογραφίες τους.