Κοιτάζω κατευθείαν τον ήλιο ένα λευκό φως με τυφλώνει. Δεν ακούω πάρα μόνο παφλασμούς. Το αλάτι στο στόμα έχει νεκρώσει τους γευστικούς κάλυκες. Στο κορμί μου η υγρή αίσθηση της απομόνωσης από τον κόσμο σαν να είμαι μέσα σε ένα μπουκάλι. Όπου το μήνυμα είμαι εγώ ο ίδιος.
Η βουτιά
Παίζουν ρακέτες, πίνουν μπύρεs, μαυρίζουν και φλερτάρουν. Σπάνια μπαίνουν στη θάλασσα.
Για ένα ξέβγαλμα από την άμμο,για να δροσιστούν ή να ξεμεθύσουν.Πάνω σε τραπέζια ή κάτω από αυτά, μέσα σε εκκωφαντική μουσική που επιβάλλει σιωπή ή ουρλιαχτά, και διαρκή κίνηση. Στη νεολαιίστικη παραλία η διασκέδαση δεν σταματάει ποτέ.
Σε μία άλλη πιο ήσυχη, πηγαίνουν ηλικιωμένοι.Όταν φθάσουν μπαίνουν κατευθείαν για μπάνιο. Αφού μουλιάσουν αρκετά, βγαίνουν ντύνονται και φεύγουν.Για αυτούς η παραλία είναι η απαραίτητη απόσταση που πρέπει να διασχίσουν μέχρι τη θάλασσα.
Σε μια βοτσαλωτή παραλία τριγυρισμένη από βράχια με ένα μικρό μονοπάτι να την ενώνει με τον δρόμο κολυμπάμε μόνο τρείς: εγώ, εκείνη και εκείνος. Δεν γνωριζω τα ονόματά τους, δεν μιλάμε παρά μόνο από ανάγκη όταν βρεθούμε πρόσωπο με πρόσωπο, τότε λέμε –καλημέρα.
Εκείνη ξαπλώνει στη μέση της παραλίας. Φοράει μια φούξια καπελαδούρα.Κάθε φορά βάζει μισό μπουκάλι λάδι έτσι που το δέρμα της γυαλίζει πιο πολύ από το μπλε –λαγκούν όλοσωμο μαγιώ της. Εκείνος στη δεξιά άκρη ψηλός, τριχωτός- και μυώδης. Φοράει ένα μαύρο μαγιώ που είναι σαν να μη το φοράει, γιατί χάνεται μέσα στο μαυριδερό- γεμάτο τρίχες- σώμα του.
Πρώτα σηκώνεται εκείνη (είναι μία ευγενική παραχώρηση μεταξύ των κυρίων;) και μπάινει στη θάλασσα. Κάθεται ακίνητη μέσα στο νερό ατενίζωντας τον ορίζοντα. Φοράει πάντα το καπέλο της.
Ξαπλώνει απαστράπτουσα στη ψάθα της.'Υστερα σηκώνεται ο ψηλός περπάταει γερνώντας λίγο μπροστά και πέφτει με θόρυβο στο νερό. Κολυμπάει γρήγορα για δέκα λεπτά και μετά ξεκουράζεται ανάσκελα αφήνoντας ένα πίδακα νερού να βγεί από το στόμα του.
Χαμογελάω ξέρω ότι εχουν γυρίσει τα κεφάλια τους και ρίχνουν κλεφτές ματιές σε μένα -είναι η σειρά μου. Ξαπλώνω στο νερό και σκέφτομαι. Για άλλους το μπάνιο είναι ένα βάπτισμα, βγαίνoντας νιώθουν νέοι άνθρωποι αφήνοντας πίσω ένα κομμάτι του παλιού τους ευατού. Οι ψυχολόγοι μιλάνε για επιστροφή στην μήτρα. Κοιτάζω κατευθείαν τον ήλιο ένα λευκό φως με τυφλώνει. Δεν ακούω πάρα μόνο παφλασμούς. Το αλάτι στο στόμα έχει νεκρώσει τους γευστικούς κάλυκες. Στο κορμί μου η υγρή αίσθηση της απομόνωσης από τον κόσμο σαν να είμαι μέσα σε ένα μπουκάλι. Όπου το μήνυμα είμαι εγώ ο ίδιος.
Δεν νιώθω τίποτα. Ολική αναισθησία. Και αυτό είναι ευτυχία, και την ευτυχία την καταναλώνεις σε μικρές δόσεις μοιράζοντάς την με τους άλλους. Κολυμπάω προς την ακτή, οι «συντροφοί» μου ανυπομονούν.