Η ζωντάνια και η ρεαλιστικότατα των φωτογραφιών, όταν δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στα περιοδικά, προκάλεσε μεγάλη έκπληξη και τόσο θετική εντύπωση στο αναγνωστικό κοινό, που είχε σαν αποτέλεσμα οι φωτογράφοι να αντικαταστήσουν σταδιακά τους εικονογράφους οι οποίοι με τα σχέδια τους παρουσίαζαν μέχρι τότε τις δημιουργίες των μόδιστρων στα περιοδικά και ενημέρωναν τις υποψήφιες πελάτισσες για τα νέα προϊόντα και τις τάσεις της μόδας. Έτσι ο κλάδος της φωτογραφίας μόδας άρχισε σταδιακά να απολαμβάνει τη μεγαλύτερη αίγλη και τις υψηλότερες αμοιβές απ’ όλους τους άλλους κλάδους της επαγγελματικής φωτογραφίας. Ωστόσο, η φωτογραφία μόδας είναι εφήμερη, όσο και η διάθεση των γυναικών για συνεχείς αλλαγές στη γκαρνταρόμπα τους. Το αντικείμενο της είναι αυστηρά περιορισμένο: αποτελείται από ένα μοντέλο με κομψό ντύσιμο, μέσα σε ένα επιλεγμένο ντεκόρ, τεχνικό ή φυσικό. Επιδίωξη του φωτογράφου είναι να δώσει, με κάποιο τρόπο, φρεσκάδα και ποικιλία στις φωτογραφίες, πού όπως έχει πει ο Edward Steichen, «Λένε την ίδια ιστορία κάθε χρόνο. Το μόνο πού έχει να κάνει ο φωτογράφος είναι να παρουσιάσει τις φωτογραφίες της πιο καινούργιας μόδας». Δεν είναι καθόλου απλό πρόβλημα και αυτό γιατί ο σκοπός των περιοδικών μόδας δεν είναι μόνο ο προφανής, δηλ, η προώθηση των ενδυμάτων και των λοιπών αξεσουάρ της μόδας, αλλά κυρίως η προβολή ενός συγκεκριμένου life style, αυτού των ευκατάστατων ανθρώπων. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκουν να επηρεάσουν τον τρόπο ζωής των λιγότερο ευνοημένων ανθρώπων, ώστε οι διακοπές στο χωριό να γίνουν διακοπές στη Κυανή Ακτή, το βραστό βοδινό να γίνει βοδινό Ουέλινγκτον και μέσα από αυτήν τη διαδικασία να δημιουργηθεί η ατμόσφαιρα πού προκαλεί τους αναγνώστες να αγοράσουν ό,τι διαφημίζεται στα περιοδικά και να ντυθούν, ακόμα και ράβοντας μόνοι τους τα ρούχα, σύμφωνα με τη μόδα πού επιδεικνύουν τα μοντέλα. Ο φωτογράφος έχει αρκετούς ανθρώπους πού στέκονται πάνω από το κεφάλι του, έτοιμοι να του υπενθυμίζουν αυτόν το σκοπό: το σχεδιαστή των φορεμάτων και των άλλων αξεσουάρ, τον κατασκευαστή, τον κομμωτή, τον μακιγιέρ, τον στυλίστα και - μια πού όλες οι φωτογραφίες προορίζονται για έκδοση - τον art director και τον καλλιτεχνικό διευθυντή. Έτσι γίνεται αμέσως αντιληπτό ότι ο φωτογράφος δεν είναι ελεύθερος να δημιουργήσει μόνος του τις δικές του εικόνες, αλλά πρέπει να συγκεράσει τις γνώμες όλων των ειδικών και να υλοποιήσει τις εντολές τους.
Η αλήθεια είναι ότι στα πρώτα της βήματα, στις δεκαετίες του 1920 και του 1930, η φωτογραφία μόδας είχε λιγότερους περιορισμούς κι αυτό γιατί τότε δεν χρειαζόταν να καινοτομεί διαρκώς. Ότι κι αν γινόταν ήταν καινούργιο και εντυπωσίαζε. Απ’ την άλλη ορισμένοι από τους πιο πετυχημένους φωτογράφους εκείνης της περιόδου είχαν μια πραγματικά προσωπική εξοικείωση με το χώρο της μόδας. Ο πρωτοπόρος Adolph de Meyer, η γυναίκα του οποίου ήταν όπως λέγεται νόθα κόρη του Εδουάρδου VII, είχε ένα βενετσάνικο παλάτι, ένα κτίριο στο Λονδίνο και ένα σπίτι στη Νότια Αγγλία, δώρα - καθώς έλεγαν οι φήμες - του Βασιλιά πεθερού του. Ήταν ένας σωματώδης, εξωτικός τύπος που κυκλοφορούσε συνεχώς με μπαστούνι. Κοιμόταν κάτω από μια κουβέρτα μινγκ και προστάτευε τα βαμμένα μπλε μαλλιά του μ' ένα δίχτυ, όσο εργαζόταν στο στούντιο. Ο Cecil Beaton, γιος ενός Άγγλου έμπορου ξυλείας, απεφοίτησε από τα καλύτερα σχολεία (Χάρροου και Κέιμπριτζ) πριν μεταπηδήσει στα ανώτερα στρώματα της Λονδρέζικης κοινωνίας, οπού μπορούσε να ικανοποιήσει τη διπλή επιθυμία του: Δεξιώσεις και κομψό ντύσιμο. Κάποτε εγκατάλειψε το συμβατικό ντύσιμο και εμφανιζόταν κάθε μέρα με διαφορετική φαντεζί μεταμφίεση, κι όχι απαραίτητα ανδρική. Αυτό πού κάνει τις γυναίκες συχνά άπληστες είναι το θέαμα μιας άλλης γυναίκας, πού κατοικεί στον επιθυμητό κόσμο της άνετης πολυτέλειας. Ο Beaton το γνώριζε και γι’ αυτό έλεγε ότι: «Ο κατασκευαστής ρούχων προσφέρει το φόρεμα, αλλά ο φωτογράφος πρέπει να παρουσιάσει τη γυναίκα πού το φορά έτσι, ώστε να προκαλέσει σε όλες τις άλλες γυναίκες ένα αίσθημα απληστίας».
Ο George Hoyningen Huene χρησιμοποιούσε σπάνια τον τίτλο του Βαρόνου και είχε αριστερούς φίλους, αλλά δεν αποχωριζόταν μια φωτογραφία του πατέρα του, ενός αριστοκράτη της Βαλτικής, σταυλάρχη του Τσάρου Αλέξανδρου Γ΄, ο οποίος στολισμένος με όλα του τα παράσημα προπορευόταν του διαδόχου του Νικόλαου Β' στην τελετή στέψης του 1894 στη Μόσχα. Η Αμερικανίδα μητέρα του ήταν κόρη του προξένου των Η.Π.Α στην αυτοκρατορική Αυλή. Ο Huene είχε εφοδιαστεί από πολύ μικρός με κλασική αισθητική και μια ασύγκριτη καλλιτεχνική παιδεία, καθώς η γιαγιά του τον πήγαινε βόλτες στις αίθουσες του μουσείου Hermitage στα Χειμερινά Ανάκτορα του Τσάρου. Έχοντας μεγαλώσει στο αριστοκρατικό περιβάλλον της Αγίας Πετρούπολης, εκτός από γνώση για την τέχνη είχε εξοικειωθεί και έτρεφε μεγάλο θαυμασμό για τα ωραία ρούχα και τις τάσεις της μόδας. «Ήταν ένας κόσμος», όπως είπε αργότερα, «στον οποίο οι άνδρες ήταν άνδρες και οι γυναίκες ήταν γυναίκες·- οι σύγχρονοι άνθρωποι μου φαίνονται να έχουν μεικτό φύλο».
O Horst Ρ. Bohrmann σπούδαζε σχέδιο υπό τη καθοδήγηση του Walter Gropius στη Σχολής Bauhaus, πριν μετακομίσει στο Παρίσι για να εργαστεί ως μαθητευόμενος πλάι στον αρχιτέκτονα Le Corbusier. Στη πόλη του φωτός γνώρισε τον Huene και έγινε μοντέλο, μαθητής, βοηθός και τελικά εραστής του. Έκτισαν μαζί ένα σπίτι στην Τυνησία και περνούσαν εκεί τον περισσότερο από τον ελεύθερο χρόνο τους. Τη συντροφιά όμως του γοητευτικού Horst την έκλεψε τελικά ο νεαρός και πανέμορφος Ιταλός σκηνοθέτης Luchino Visconti, με τον οποίο ο Horst έζησε για τρία χρόνια. Αν και επηρεάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τον Hoyningen Huene στην πρώιμη δουλειά του, ο Horst ανέπτυξε γρήγορα ένα πρωτότυπο στυλ μέσω ενός καινοτόμου φωτισμού που ενίσχυε τα καλύτερα χαρακτηριστικά των θεμάτων του. Οι φωτογραφίες του παρουσιάζουν μυστηριώδη, ιδιότροπα και σουρεαλιστικά στοιχεία σε συνδυασμό με την κλασική αισθητική του. Δημιούργησε νεκρές φύσεις φωτογράφισε τα σουρεαλιστικά σχέδια φορεμάτων της φίλης του Elsa Schiaparelli, συνεργάστηκε με τον Salvador Dalí και θα μείνει για πάντα γνωστός από τον περίφημο «κορσέ», που φωτογράφησε για τη Vogue, το 1939, ο οποίος δεν έχει πάψει ως τις μέρες να αποτελεί πηγή έμπνευσης και μίμησης.
Η προσωπική λάμψη αυτών των παλαιότερων φωτογράφων παραχώρησε τη θέση της σε μια νέα γενιά φωτογράφων μόδας, πού ξεκίνησε στα χρόνια των sixties, η δουλειά της οποίας προσπάθησε να διαφοροποιηθεί απ’ αυτή των προγενέστερων τόσο αισθητικά, όσο και κοινωνικά. Οι νέοι φωτογράφοι πρόσθεσαν ένα στοιχείο τελείως διαφορετικό από την παλιά τάση που ήθελε τη γυναίκα των φωτογραφιών μόδας να παρουσιάζεται σαν μια παθητική, παραχαϊδεμένη κόρη των προνομιούχων στρωμάτων της κοινωνίας. Φωτογράφοι και μοντέλα άφησαν τα στούντιο και βγήκαν έξω στους φυσικούς χώρους μιμούμενοι το στυλ της δημοσιογραφικής φωτογραφίας που τότε παρουσίαζε μεγάλη πρόοδο και αποδοχή. Ακολουθώντας τη τάση του «εκδημοκρατισμού» στο χώρο της μόδας προσπάθησαν να φωτίσουν μια πτυχή της εσωτερικής ζωής του μοντέλου, πού το είδαν σαν σύνθετο ανθρώπινο πλάσμα κι όχι σαν ένα διακοσμητικό στήριγμα ρούχων. Πολλοί ελπίζουν ότι η φωτογραφία τους θα πει κάτι για τον εσωτερικό κόσμο μιας σύγχρονης γυναίκας και για το ρόλο της στη σημερινή ζωή, μια φιλοδοξία πού αντανακλά ίσως την ανησυχία ενός κόσμου, πού οι αξίες του αμφισβητούνται όσο ποτέ πριν.
Τα εγγενή προβλήματα της φωτογραφίας μόδας - η στενότητα του θέματος, η προσποίηση, η διαφημιστική άποψη, η πληθώρα των πελατών πού πρέπει να ικανοποιηθούν - έχουν εξειδικεύσει μερικούς από τους πιο ταλαντούχους φωτογράφους μέσα στο πέρασμα ενός αιώνα της ανάπτυξης της. Τα όμορφα ρούχα και τα μοντέλα μπορούν να εμπνεύσουν το φωτογράφο, ο οποίος όμως πρέπει να έχει ταλέντο, επιδεξιότητα και υπομονή, ώστε να βρει ένα ατομικό στιλ, πού να επιτρέπει να αναγνωρίζεται η πατρότητα της φωτογραφίας του με μια ματιά. Αυτό το τελευταίο δυστυχώς οδηγεί σε ένα αδιάκοπο κυνηγητό μιας επίπλαστης νεοτερικότητας.