Γύρω στο 1750, τα διαζύγια ήταν μια εξαίρεση για την αγγλική κοινωνία. Δεν απαγορεύονταν ακριβώς αλλά ήταν σχεδόν απαγορευτικά. Η διαδικασία ήταν τόσο ακριβή και τόσο χρονοβόρα, που η παραπάνω πρακτική έκανε την εμφάνισή της. Κάλλιστα είτε ο άνδρας, είτε η γυναίκα, μπορούσε να εγκαταλείψει το έτερον ήμισυ αλλά μια γυναίκα που θα δημιουργούσε μια άλλη σχέση, κινδύνευε πάντα από τον σύζυγό που θα μπορούσε να τιμωρήσει την ίδια και τον εpαστή της. Νομικά, θα μπορούσε να ζητήσει από τον εpαστή της ένα αρκετά μεγάλο χρηματικό ποσό, κάτι που η γυναίκα δεν μπορούσε ένα κάνει.
Έτσι, στο μυαλό αρκετών ανδρών φαινόταν λογικό να βγάλουν την σύζυγο τους στο σφυρί. Έδεναν ένα σκοινί ή μια κορδέλα γύρω από το λαιμό της και την οδηγούσαν στην αγορά. Η διαδικασία θύμιζε δημοπρασία. Όταν ένας άλλος άνδρας την αγόραζε, τότε ο γάμος θεωρούνταν άκυρος και ο αγοραστής ήταν πλέον οικονομικά υπεύθυνος για την γυναίκα.
Βέβαια συνήθως, οι δημοπρασίες ήταν συμβολικές. Υπήρχε μόνο ένας επίδοξος αγοραστής που ήταν ο εpαστής της γυναίκας. Αλλά υπήρχαν και περιπτώσεις που δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο και ξεκινούσε ένας «πόλεμος» προσφορών. Ο άνδρας δεν ήταν υποχρεωμένος να ρωτήσει την γυναίκα του για την απόφαση του να την βγάλει στο σφυρί και παρόλο που η γυναίκα έβλεπε εντελώς άγνωστους άνδρες να παλεύουν για να την αγοράσουν, όφειλε να δεχτεί το αποτέλεσμα.
-Σε σφίγγει η κορδέλα;
-Πρέπει να συντονίσουμε τα βήματά μας το ήξερα από την αρχή πως ο γάμος ως μυστήριο
είναι μία τρέλα.
Μόλλυ
-Δε σε θέλω πια
-έχεις δίκιο, είναι αργά
Και έτσι συμφωνήσαμε να πάμε στην αγορά ο Τομ κι εγώ.
Δεν του κρατάω κακία καμιά.
Όταν έσβηνε τα κεριά τον είδα με τη λευκή σκελέα και τα ιδρωμένα του μαλλιά και μου ξέφυγε
Αυτό που δεν το λέει καμιά
Καμία επιθυμία
Καμία χαρά
Είναι έξυπνος άνθρωπος ο Τομ
Και θα μου πείτε ο έξυπνος την αγάπη του πουλά;
Έτσι ήταν παλιά
«Με πούλησες στη αγορά
Σε πούλησα το βράδυ
Ακόμα δεν σου γύρισα
Το πρώτο σου το χάδι
Περνάει ο πόθος γρήγορα
Περνάει σαν αεράκι
Και μένουμε στα σκοτεινά
Να πίνουμε φαρμάκι»
Τομ
Δεν τιμά κανέναν η κορδέλα που σου έδεσα
Στο λαιμό
Ήθελα να σου πω
Ότι εγώ ακόμα σ’αγαπώ αλλά δεν
Ήξερα ότι θα έρχονταν ο άλλος να σε πάρει από τα χέρια μου
Σα χαμένο θησαυρό.
Νομίζω ότι είναι ως σενάριο το πιο συνετό.
Δεν ρώτησα τη Μόλλυ πώς και τι
Πονάει η αλήθεια ρίχνει αλάτι στην πληγή.
Από μικρός όταν πονούσα
Σιωπούσα
Πάλι το ίδιο και στην αγορά.
Έφυγε έτσι η στιγμή.
Ο Αγοραστής
Μου έριξε στην τσέπη μου ένα χαρτί
Νόμιζα ότι ήθελε και άλλα νομίσματα
Το ξεδίπλωσα ενώ είχα μόλις αγοράσει
την αγάπη μου
Φτηνή.
«Της αρέσει το τσάι, το ισπανικό κρασί
Γελάει σαν το νεράκι που τρέχει
Χορεύει μέχρι να ζαλιστεί
Τα χρήματα στα επιστρέφω είναι στην τσέπη σου
Την μπροστινή»