Τα καλοκαίρια της παιδικής μου ηλικίας τα περνούσα στο Λουτράκι σε μία παραλία με βότσαλα που τώρα είναι γεμάτη ξαπλώστρες με κορμιά που βρίθουν από τατουάζ και λάδι μαυρίσματος.
Ήταν η εποχή της αθωότητας: Βίκυ Λέανδρος μεταπολίτευση και κλασσικά εικονογραφημένα.
Πάντα ήμουν λίγο αλλού ως παιδάκι και εκείνη την εποχή είχα εμμονή με τα καράβια που έφευγαν και περνούσαν από τον Ισθμό.
Κυκλοφορούσα τον περισσότερο καιρό με ένα μπλε μαγιό που μου έπεφτε λίγο το βρακί και κουλούρα διαφημιστική από βενζινάδικο.
Και μυστικό σκοπό να φτάσω κάποιο πλοίο, οπότε έμπαινα στα νερά και έφευγα από την ακτή.
Οι γονείς στα βότσαλα έξω μιλούσαν παρέες (συνήθως ανά πολυκατοικίες) έβαζαν όλοι πιτζ μπουιν άλλοι κόπερτον περσινά και έκαναν προβλέψεις για την θάλασσα και τον αέρα της επομένης.
Εκείνο το απόγευμα είχα πάει στην παραλία με τον πατέρα μου ο οποίος πείραζε φίλο του τον κύριο Μαντούδη γνωστό και ως σωσία του Χίτσκοκ. Ο Μαντούδης-Χίτσκοκ έμπαινε στη θάλασσα μέχρι τη μέση με μαγιό σορτσάκι φουφούλα και παπουτσάκι μπεζ για τις πέτρες. Μετά έλεγε: "είναι κρύα παιδιά "
και στεκόταν άγαλμα κάνοντας ένα βήμα ανά πέντε λεπτά.
Κάποια στιγμή ο πατέρας μου που σταμάτησε τα χαχαχα κατάλαβε την απουσία μου και μπήκε μέσα στη θάλασσα σαν κρις κραφτ, αρπάζοντας με απότομα
-Νέβι πού πας;
-Να φτάσω το καραβάκι, αλλά μην ανησυχείς μπαμπά έχω την κουλούρα μου, άμα κουραστώ
Δεν τον είχα ξαναδεί έτσι
Βγήκε έξω με κουλούρα και άρχισε να χοροπηδάει πάνω της μέχρι που έσκασε.
Λουί ντε Φινές μαινόμενος, σχεδόν έκλαιγε από τα νεύρα του.
-Παιδί μου είσαι χαζό; Άμα σκάσει, θα βρεθείς στο βυθό
Τότε αρπάζοντας με αιφνιδιαστικά, με πέταξε στα βαθιά
-Κολύμπα τώρα να σε δω!
Με χάρη φώκιας άρχισα να κουνάω χέρια πόδια καταπίνοντας μύξες και νερά από το κλάμα για τη σκασμένη μου κουλούρα και αξιοπρέπεια.
Έτσι έμαθα να κολυμπάω και δεν είχα ούτε έναν μονόκερω να κρατηθώ.
Στέλνω στο κοριτσάκι του Ρίο φιλικό χαιρετισμό.