Tο πρωί των Χριστουγέννων το 1968, ο Δημήτρης Νικολαΐδης έφυγε από το σπίτι που έμενε με τους γονείς και τις αδερφές του στα Γιαννιτσά. Ο δρόμος μπροστά από το σπίτι του ήταν γεμάτος χωροφύλακες. Όταν τον είδαν, τον αναγνώρισαν και του ζήτησαν να πάει από άλλο δρόμο. Ο Δημήτρης, χωρίς να υποψιαστεί τίποτα, συνέχισε τον δρόμο του. Οι χωροφύλακες ειδοποίησαν τη μητέρα του, Ευγενία, ότι είχε γίνει ένα έγκλημα δίπλα στο σπίτι τους. Το θύμα ήταν η 22χρονη κόρη της, Κυριακή. Η έρευνα της αστυνομίας ήταν εντατική και ένας απ’ τους κατοίκους του χωριού, έδειξε έντονο ενδιαφέρον απ’ την αρχή. Ήταν ο 45χρονος κτηνοτρόφος Κωνσταντίνος Ανδρονικίδης, που έτυχε να περνάει απ’ το σημείο της δολοφονίας εκείνο το βράδυ. Στην αστυνομία έδωσε ένα σπασμένο ρολόι που βρήκε στο χώμα, το οποίο πίστευε ότι ανήκε στο θύμα. Μερικές μέρες αργότερα, πήγε στην αστυνομία και μία παραμάνα, που είχε βρει δίπλα στο ρολόι. Σταδιακά, το υπερβολικό ενδιαφέρον του Ανδρονικίδη προκάλεσε τις υποψίες των αρχών που δικαιολογημένα αναρωτήθηκαν για τα αντικείμενα που «έβρισκε». Τον συνέλαβαν και λίγες μέρες μετά, ομολόγησε. Ήταν πρώην χωροφύλακας, που πλέον εργαζόταν ως γαλατάς. Η 22χρονη Κυριακή δούλευε ως δασκάλα στο χωριό Εσώβαλτα και είχε επιστρέψει στα Γιαννιτσά για τις διακοπές των Χριστουγέννων. Την παραμονή, έφυγε από το σπίτι της στις 4.30 το μεσημέρι και πήγε βόλτα στην αγορά. Στις 7.30 επέστρεψε στο σπίτι της, όταν την είδε ο Ανδρονικίδης και την ακολούθησε. Την πλησίασε και άρχισε να την πειράζει με σεξουαλικά σχόλια. Η Κυριακή δεν ανταποκρίθηκε και ο Ανδρονικίδης τη χτύπησε και την έριξε στο έδαφος. Προσπάθησε να τη βιάσει. Δεν τα κατάφερε και τη στραγγάλισε. Ο Ανδρονικίδης ομολόγησε τον Ιανουάριο του 1969, αλλά όταν ήρθε η ώρα να δικαστεί, αναίρεσε την ομολογία του. Υποστήριξε ότι ήταν αθώος και ομολόγησε αφού τον βασάνισαν οι αστυνομικοί. Σύμφωνα με τον Ανδρονικίδη, τον οδήγησαν σε ένα σκοτεινό δωμάτιο και τον άφησαν να στέκεται όρθιος για 36 ώρες. Τον τάιζαν αλμυρά και όταν ζητούσε νερό, τον χτυπούσαν. Τρεις μέρες μετά τη δολοφονία της, ένας συνάδελφος της ονόματι Κώστας, ο οποίος δήλωνε ερωτευμένος μαζί της, αυτοκτόνησε πηδώντας από τον Λευκό Πύργο. Η υπεράσπιση προσπάθησε να χρεώσει τον αυτόχειρα με τον φόνο, αλλά δεν τα κατάφερε.
-Μα γιατί δεν με θες;
-Πάλι τα ίδια λόγια
Τα είπαμε εχθές.
Ανδρονικίδης
Βρήκα το ρολόι της ύστερα. Όλα τα ρολόγια στα μαγαζιά δείχνουν 10.10.
Είναι αργά
Τα βλέφαρά της κλειστά.
Ποιος σε πείραξε Κυριακή που φορούσες ένα καρό παλτό πράσινο
Το ύφασμά του δεν τσιμπά.
«δεν είναι που μ’αρνήθηκες δεν είναι που σε χάνω
Είναι το βάσανο μετά,
Και λίγο παραπάνω
Με έπιασαν μου έβαζαν αλάτι στις πληγές
Και εγώ το μόνο που έλεγα
Ήταν
ας ήταν χθες.»
Πρώην χωροφύλακας και νυν
Λυρικός βιαστής,
Κυριακή εσύ ευλογημένη σαν την ημέρα
Τρέχα
να κρυφτείς από μένα κι ακόμα παραπέρα.
Βασανιστής Αστυνομικού Τμήματος
Θα σε χτυπήσω φορές πολλές και ρυθμικά
Και εσύ θα κλαις
Αλάτι σε ταίσω
τα δάκρυα σου
Θα πίνεις για παρηγοριά.
Είμαι εδώ για την αλήθεια, αυτήν έχω σκοπό
Όταν ήμουν μικρός έγλειφα τις σόλες των παπουτσιών της μητέρας μου άμα είχα βρώμικες σκέψεις
Να αυτοτιμωρηθώ
Τον Ανδρονικίδη τον λύγισα
Τώρα τον λούζω με παγωμένο νερό.
Κυριακή (σαν την ημέρα)
Αυτό τον καιρό στην Εσωβάλτα κάνει κρύο πολύ
Χιόνι στου σχολείου την αυλή. Η ημερομηνία στον πίνακα είναι 23 Δεκεμβρίου του 1968. Στο ραδιόφωνο παίζει Κόκοτα και κάτι πατριωτικό. Φοράω πάλι καρό. Τα πόδια μου παγωμένα. Θα φτάσω σπίτι, μετά τις διακοπές, θα σε ξαναδώ. Η κιμωλία γδέρνει τον πίνακα. Λευκό στα ρούχα μου και στα χέρια. Ίσως δεν έπρεπε να έρθω από δω. Όταν έμαθες για μένα πήδησες στο κενό.
Χάσαμε τον ανοιξιάτικο καιρό.