Μία ιστορία από παλιά για μεγάλα αυτιά.
Ο Βασιλιάς Μίδας είχε αυτιά γαΪδάρου και ο μόνος που το ήξερε ήταν ο κουρέας του.
-Μπορείς να κρατήσεις ένα μυστικό;
-Αν δεν, τότε να τιμωρηθώ
H φύση μας όμως, είναι τέτοια που μας ξεπερνά. Ο Ηρόδοτος δεν το αναφέρει κάπου, αλλά ο κουρέας ήταν γυναίκα με ρούχα ανδρικά
-Και τι μ'αυτό;
Έτρεξε μια μέρα στα βουνά, άνοιξε μια τρύπα και φώναξε με όλη της τη δύναμη σαν να ήταν η τελευταία φορά:
-Εκείνος που το όνομά του δε μαρτυρώ, έχει αυτιά γαΪδουρινά.
-Για ποιό ανθρώπινο ή θεΪκό λόγο το φώναξες
ρώτησε η καλαμιά
-Το φώναξα γιατί τα βρίσκω αξιαγάπητα τα πελώρια μυστικά αυτιά.
Εκείνες τις μέρες φυσούσε πολύ στα βουνά της Φρυγίας καθώς ήταν η αρχή του χρόνου, και η φωνή της μπήκε στις καλαμιές και έφτασε σαν ψίθυροι μέχρι το παλάτι.
Οι ψίθυροι μπήκαν μέσα από τις χαραμάδες και χώθηκαν στα βαθυκόκκινα χαλιά.
Ο Μίδας μόλις είχε ξυπνήσει από όνειρο παράξενο και σηκώθηκε και περπατούσε μέσα στο δωμάτιο ξυπόλητος.
Το μυστικό, του χάιδεψε τις πατούσες και έφτασε μέχρι τα γαΪδουρινά του αυτιά.
Αίφνης στάθηκε μπροστά στον καθρέπτη παρατηρώντας το είδωλό του
σκεπτόμενος ότι μπορεί να αγαπά και έτσι κανείς τον εαυτό του.
Η κουρέας όταν γύρισε στο παλάτι ζήτησε ακρόαση πριν την προλάβει η είδηση ως
μαχαιριά στην πλάτη.
Βρήκε τον Μίδα χωρίς το σκουφί του να κάθεται στο έδαφος με τα πόδια πλεγμένα
και τα χέρια σαν να ήταν έτοιμα να της πουν κάτι.
-Δεν έσκαψες και τόσο βαθιά, είπε μόνο και κοίταξε τα νύχια της.
-Θα πλύνω τα χέρια και θα σας λούσω τα μαλλιά.
Έζησαν μέχρι τα βαθιά γεράματα οι δύο τους
αγαπώντας
2 μυστικά.