Η φράση «έφαγε χυλόπιτα» χρησιμοποιείται στην αργκό για να υποδηλώσει την ερωτική απόρριψη. Η προέλευση της φράσης εντοπίζεται στις αρχές του 19ου αιώνα και όσο κι αν μοιάζει περίεργο, έχει κυριολεκτική σημασία. Την περίοδο εκείνη η ιατρική επιστήμη δεν ήταν διαδεδομένη και κυριαρχούσε η πρακτική ιατρική. Πολλοί, που εμφανίζονταν ως σωτήρες ήταν στην ουσία απατεώνες ή αλλιώς κομπογιαννίτες. Όπως ο Παρθένης Νένιμος από τα Γιάννενα. Η περιοχή των Ιωαννίνων «γέννησε» άλλωστε και τον όρο κομπογιαννίτης. Ετυμολογικά, η λέξη προέρχεται από τη συνένωση των λέξεων (κομπώνω, που σημαίνει δένω με μάγια και Ιωαννίτης. Οι πρακτικοί θεραπευτές που δρούσαν γύρω από τη χαράδρα του Βίκου χρησιμοποιούσαν κόμβους, δηλαδή ρίζες για τα γιατροσόφια τους και έδεναν τα βότανα που αποξήραιναν σε μαντήλια σε σχήμα πουγκιού, δηλαδή κόμβου. Έτσι από τους κόμπους, ονομάστηκαν κομπογιαννίτες. Αργότερα ο όρος διαδόθηκε και χρησιμοποιήθηκε για όλους τους εμπειρικούς «γιατρούς». Ο κομπογιαννίτης Νένιμος, εκτός από τους βαριά αρρώστους, θεράπευε και τους βαριά ερωτευμένους. Ιδιαίτερα εκείνους που δεν είχαν ανταπόκριση και ήταν «πονεμένοι». Το «φάρμακο» ήταν ένας χυλός από σιτάρι, με μπαχαρικά ψημένος στον φούρνο, τον οποίο έπρεπε οι «παθόντες» να καταναλώσουν τρία συνεχόμενα πρωινά, όντας νηστικοί. Έτσι καθιερώθηκε να λέγεται πως όποιος ερωτευόταν χωρίς ανταπόκριση είχε «φάει χυλόπιτα» για να του περάσει ο πόνος του έρωτα...
-έχεις αρρωστήσει έτσι ξανά;
-τα ίδια ακούω,
κάθε φορά.
Νένιμος
Θα περάσουν τα χρόνια και θα θυμάμαι εσένα να φεύγεις.
Μπα όχι ξανά
Θα περάσουν τα χρόνια και δεν θα σε θυμάμαι πια.
«Από τη μέρα που ‘φυγες
κοιμάμαι στο βουνό.
Ανέβηκα 7 φορές
μήπως εκεί σε βρω.
Μάζεψα ρόδα μια φορά
μάζεψα και αγκάθια
Μα εσύ δεν ήσουν πουθενά
και σπάραξα στα βράχια.
Δεν ξέρω πού ακούστηκε
ένας κομπογιαννίτης
Να κλαίει και να οδύρεται για το γλυκό κορμί της
Έφτιαξα πίτα νόστιμη με αλεύρι και με στάρι
άμα εκείνη δεν με θε,
ο χάρος ας με πάρει.»
Χρόνια μετά έμαθα ότι
Κανένας πια δεν έτρωγε τις πίτες μου
μόνο έλεγαν τα λόγια.
κι εγώ θα σε αγαπώ
για χίλια χρόνια